Η επίσημη ταινία του Δεύτερου Βαλκανικού Πολέμου και η «Νέα Ελλάς»


Ειδικής, αναλυτικής αναφοράς αξίζει η ταινία του Γερμανού Robert Schwobthaler, ο οποίος το καλοκαίρι του 1913, κατά τη διάρκεια του δεύτερου βαλκανικού πολέμου, βρέθηκε στην κοιλάδα του Στρυμόνα, δίπλα στον ελληνικό στρατό, μετά από πρόσκληση του βασιλιά Κωνσταντίνου.

«Αναχωρήστε άμεσα, συναντήστε τον πρίγκιπα Νικόλαο στη Θεσσαλονίκη», έγραφε το σχετικό τηλεγράφημα που ο Schwobthaler έλαβε ένα κυριακάτικο πρωινό. Χωρίς δεύτερη σκέψη άφησε το Παρίσι, όπου βρισκόταν, και μ’ ένα βοηθό (τον Άλμπερτ Χερ) έφτασαν στη Θεσσαλονίκη έχοντας μια κάμερα, φιλμ μήκους 8000 μέτρων, ένα μικρό ασημένιο μαχαίρι και 3000 φράγκα (κρυμμένα σε μια τσέπη, ραμμένη στο πουκάμισο). Αφού έλαβαν τα απαραίτητα χαρτιά, ώστε να κινούνται ελεύθερα στο ελληνικό στρατόπεδο, αναχώρησαν με τρένο («μουλια­σμένο από το αίμα των τραυματιών», σύμφωνα με περιγραφή του Schwobthaler) για το Δεμίρ-Ισσάρ, το σημερινό Σιδη­ρόκαστρο του νομού Σερρών. Ύστερα από 11 ώρες ταξιδιού έφτασαν στην πόλη κι από εκεί μ’ ένα στρατιωτικό φορτηγό κατευθύνθηκαν στο Λιβούνοβο, όπου βρισκόταν ο στρατός.

Η διαδρομή ήταν εξαιρετικά δύσκολη και τα μηχανήματα υπέστησαν βλάβες. Ωστόσο, κατά τις έξι εβδομάδες παραμονής του στο μέτωπο, ο Schwobthaler δεν κάμφθηκε από τις δυσκολίες στις μετακινήσεις και τις βίαιες μάχες, που διεξάγονταν σε συνθήκες καύσωνα. Σε συνέντευξή του στο αμερικανικό περιοδικό The Motion Picture News παρομοίαζε την εμπειρία του αυτή με «περίεργο εφιάλτη», αξιολογώντας ως «πολύ χειρότερη» όλων τη χολέρα. Σε σχέση με την εμπειρία του στο πεδίο των μαχών, θυμόταν:

«Ειλικρινά, ομολογώ ότι την πρώτη ώρα κάτω απ’  αυτό το χαλάζι από σφαίρες φοβήθηκα. Όλο μου το σώμα ζάρωσε σε κάποια στιγμή, όμως η άρρωστη αίσθηση σύντομα έσβησε και ήμουν μάρτυρας των πιο τρομερών και αποκρουστικών εικόνων με τη μεγαλύτερη αδιαφορία, ίσως επειδή ήμουν τόσο αφοσιωμένος στο γύρισμα της λαβής [σ.σ. της κάμερας].
Οβίδες εξερράγησαν 50, 80 και 100 γιάρδες μακριά μας, σράπνελ έπεφταν σφυρίζοντας στον αέρα και άνδρες πέθαιναν παντού. Η ζέστη ήταν τρομερή. Στη συνέχεια, από καθαρή τύχη κινηματογράφησα την έκρηξη μιας οβίδας και την πτώση της σε ελληνική πυροβολαρχία, σκοτώνοντας έξι άνδρες και τραυματίζοντας δεκατρείς. Μπορείτε ν’ αντιλη­φθείτε πως ήταν σχεδόν ανέφικτο να κινηματογραφήσω τις εκρήξεις των οβίδων, καθώς έπεφταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Απλά έπρεπε να στρέφω τη φωτογραφική μηχανή μου στον αέρα τυχαία, ελπίζοντας για το καλύτερο».

Στην ίδια συνέντευξη θυμόταν πώς ένας Βούλγαρος κατάσκοπος, που είχε συλληφθεί και οδηγηθεί στο ελληνικό στρατόπε­δο, δίπλωσε τα χέρια του και έπεσε στα γόνατα, όταν τον είδε να στέκεται μπροστά του με την κάμερα, φοβούμενος ότι η κάμερα ήταν κάποιο καινούριο όπλο, έτοιμο να τον πυροβολήσει! Με τους Έλληνες στρατιώτες ωστόσο δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα επικοινωνίας κι αυτό γιατί πολλοί ήταν μετανάστες στην Αμερική, οι οποίοι είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα για να πολεμήσουν, οπότε συνεννοούταν μαζί τους στ’ αγγλικά.

Τι αποτυπώθηκε όμως στην κινηματογραφική ταινία; Αποκαλυπτικά ήταν τα δημοσιεύματα του βρετανικού τύπου, που συνοδεύονταν και από τα σχόλια των συντακτών τους. Οι Times έγραφαν:
«Οι πρώτες εικόνες ήταν από τη Θεσσαλονίκη. Έδειχναν τις ζημιές που προκλήθηκαν στα κτίρια και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες στην απομάκρυνση όσων Βουλγάρων είχαν παραμείνει. Στη συνέχεια, μια σειρά από εικόνες των Σερρών έδειχναν πώς οι Βούλγαροι επιβράδυναν την προέλαση των εχθρών τους. Όλη η ταινία έδωσε μια καλή γενική ιδέα για την τεράστια καταστροφή που οι οβίδες και οι σφαίρες είχαν προκαλέσει στις ελληνικές γραμμές. Οι σκηνές από την ζωή στο στρατόπεδο και το έργο του «Ερυθρού Σταυρού» ήταν πολύ ενδιαφέρουσες, ενώ δόθηκε κάποια ιδέα για τις επικίνδυνες θέσεις στις οποίες βρέθηκαν οι φωτογράφοι με μια εικόνα που έλαβαν σε απόσταση σαράντα γιάρδων από μια επίθεση, μετά  την οποία οι κάτοχοι (της περιοχής, δηλ. οι Έλληνες στρατιώτες) εκδιώχθηκαν με απώλειες έξι νεκρούς και δεκατρείς τραυματίες. Ο κ. Schwobthaler εξήρε τη γενναιότητα των Ελλήνων και τον ηρωικό τρόπο με τον οποίο άντεχαν τον πόνο, όταν τραυματίζονταν. Ζητωκραυγές ξέσπασαν στην εικόνα ενός παιδιού, του Απόστολου Ράπτη, ηλικίας 15 ετών, ο οποίος, αν και τραυματίστηκε στο κεφάλι, συνέχισε να πολεμάει, καθώς και στις εικόνες μιας Ιρλανδής νοσοκόμας, η οποία αποθεώθηκε από τους τραυματίες στρατιώτες».

Η Daily Telegraph σχολίαζε:
«Με τη βοήθεια αυτών των εικόνων παίρνουμε κάποια ιδέα για το σύγχρονο πόλεμο στις περισσότερες φάσεις του. Βλέπουμε την ολοκληρωτική καταστροφή των πόλεων και την απόλυτη ερήμωση που εγκαθίσταται σε μια εξοχή παραδομένη στο σπαθί. Βλέπουμε στρατεύματα να προελαύνουν,[να βρίσκονται] σε μπιβουάκ (σ.σ. αυτοσχέδια καταφύγια στην ύπαιθρο) και σε δράση· το ιππικό να διαβαίνει χειμάρρους· έναν ολόκληρο στρατό να διασχίζει ένα ποτάμι· το πυροβoλικό να σφυροκοπά τη θέση του εχθρού. Σε κάποια στιγμή παρατηρούμε πρόσφυγες να τρέπονται σε φυγή. Μετά, παρατηρούμε τους λιμοκτονούντες χωρικούς να παίρνουν την ανεπαρκή τροφή που οι στρατιώτες δύνανται να τους δώσουν. Βλέπουμε τη μάχη της Τζουμαγιάς σε εξέλιξη και παρατηρούμε να πέφτουν νεκροί και τραυματίες. Όμως οι ρεαλιστικότερες όλων ίσως είναι οι σκηνές που απεικονίζουν τους τραυματίες, ενώ εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού φροντίζουν τα φρικτά τραύματά τους. Ένας άντρας, ο οποίος σε μια σκηνή φαίνεται να υπόκειται σε θεραπεία για ένα τραύμα στο κρανίο του, πέθανε, όπως μας είπαν, όσο η κάμερα ήταν σε λειτουργία»!

Δημοσίευμα της London Standard σημείωνε ότι η ται­νία του Schwobthaler έδειχνε...
«... τη μάχη με όλες τις δυσκολίες της και συμπτωματικά τη δουλειά μιας Αγγλίδας και μιας Ιρλανδής νοσοκόμας, που εργάζονταν ακατάπαυστα μεταξύ των τραυματιών επί δέκα ώρες τη μέρα για μήνες. Το ξέσπασμα ενός βουλγαρικού βομβαρδισμού, που σκότωσε έξι Έλληνες στρατιώτες και τραυμάτισε άλλους δεκατρείς, απεικονίζεται από απόσταση 40 γιαρδών. Στρατεύματα φαίνονται να προχω­ρούν ορμητικά, το ιππικό να επιτίθεται, βομβαρδισμοί να ξεσπούν σε κάθε μεριά και σε κοντινά πλάνα ο θεα­τής βλέπει την πλαγιά του λόφου και την πεδιάδα στρωμένες από νεκρούς και του παρουσιάζεται το είδος των τραυμάτων που προκαλούνται από τις σφαίρες, τις βόμβες και τις ξιφολόγχες».

Εφημερίδα της Αυστραλίας περιέγραψε τη σκηνή με τη μάχη της Τζουμαγιάς: «Οβίδες φαίνονται να εκρήγνυνται στις πλαγιές των λόφων και καθώς οι Έλληνες προελαύνουν για επίθεση, οι γραμμές συχνά σπάζουν από θανάσιμες σφαίρες». Στη συνέχεια φαινόταν «μια ελληνική πυροβολαρχία αποκομμένη από τις οβίδες του εχθρού και στην οπισθοχώρηση οι ομάδες των όπλων απεικονίζονται να καλπάζουν κατά μήκος ενός ευθέος λευκού δρόμου προς το καταφύγιο». Εκεί εκτυλίχθηκε η «πιο οδυνηρή» σκηνή: «Ο Ερυθρός Σταυρός φέρνει άνδρες που υποφέρουν από φρικτές πληγές εξαιτίας των εκρηγνυομένων οβίδων και τους φροντίζει σε αυτοσχέδια νοσοκομεία». Και η ταινία τελείωνε με την επιστροφή των Ελλήνων στα σπίτια τους, όταν υπογράφτηκε η ειρήνη . Όπως σχολίαζε η εφημερίδα, «σχεδόν χωρίς εξαίρεση οι στρατώτες φέρουν αλάνθαστη απόδειξη ότι ανταπεξήλθαν μια επίπονη εκστρατεία».

Επιπλέον, μια από τις πρώτες – μάλλον – σκηνές έδειχνε τους Έλληνες στρατιώτες, ενώ φιλούσαν μια εικόνα της Παναγίας και το χέρι ενός ηλικιωμένου παπά, λίγο προτού ξεκινήσουν για τη μάχη.

Στην Ελλάδα, η ταινία προβλήθηκε υπό το γενικό τίτλο «Η Μάχη της Τζουμαγιάς» με ελληνικούς και γαλλι­κούς υπότιτλους στο «Modern Cinema» του επιχειρηματία Εμπέογλου, που φιλοξε­νούταν στο θέατρο «Κυβέλης», μεταξύ 4 και 10 Νοεμβρίου 1913. Οι διαφημίσεις στον τύπο επισήμαιναν «τα περίφημα στενά της Κρέσνας, τις ηρωικές εφόδους του πεζικού, τα αθάνατα και τιμημένα ευζωνάκια (το “καμάρι του ελληνικού στρατού”), το πυροβολικό εν δράσει, το ιππικό, επελάσεις, το Γενικό Στρατηγείο, την ζωή του στρατοπέδου, τις καταστραφείσες γέφυρες, το μηχανικό σώμα, τις καταστραφείσες Σέρρες, τους τραυματίες, τον Ερυθρό Σταυρό κλπ».

Ο  Schwobthaler και ο βοηθός του παρασημοφορήθηκαν, ενώ ζητήθηκε αντίγραφο του φιλμ, προκει­μένου να κατατεθεί στα αρχεία του κράτους. Θα ακολουθούσαν επαναπροβολές τους επόμενους μήνες (π.χ. στο «Νέον Θέατρον» στις 07.02.1914, οπότε και διαφημίστηκε ως «η μόνη επίσημος και αυθεντική ται­νία ληφθείσα κατόπιν ειδικής αδείας της Α.Μ. του Βασιλέως, Αρχιστρατήγου, εκ του φυσικού»).

Εντυπωσιάζει ωστόσο η «γκρίζα» διαφήμιση του κινηματογράφου «Πανελλήνιον», ο οποίος στα μέσα Νοεμ­βρίου 1913 ανήγγειλε την προβολή ταινιών του ελληνοβουλγαρικού πολέμου με την αιχμηρή επισήμανση ότι αυτές ήταν «αι μόναι ληφθείσαι εκ του φυσικού και όχι σαν τας πολεμικάς του”Μοντέρν” Κινηματογράφου»!

Με αφορμή την προβολή της ταινίας στην Πάτρα, ο χρονογράφος του τοπικού Νεολόγου προέτρεψε τους μαθητές να την παρακολουθήσουν, διότι θα μπορούσαν «να διαβάσουν μέσα εις αυτάς τας εικόνας πολλά πράγματα, τα οποία εις μάτην θα τα αναζητήσουν μεθαύριον εις τας σελίδας των βιβλίων». Όπως παρατηρούσε, «η ζωή του στρατοπέδου εκτυλίσσεται ζωντανή», καθώς και οι «βουλγαρικαί αγριότητες, οι έφοδοι, οι βομβαρδισμοί, αι ταλαιπωρίαι των στρατιωτών, η επιμελητεία, αι διαβάσεις των ποταμών και εν γένει όλη εκείνη η εικών του πολέμου με τας εκπλήξεις της και τας τραγικότητάς της [..]».

Η έλλειψη χειμερινής κινηματογραφικής αίθουσας κατέστησε το Ηράκλειο την τελευταία ελληνική πόλη, όπου προβλήθηκε η ταινία το Μάιο του 1914 προκαλώντας γκρίνιες για την καθυστέρηση αυτή.

Στο εξωτερικό, οι πρώτες προβολές είχαν ήδη πραγματοποιηθεί σε Γερμανία, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο τον Οκτώβριο του 1913. Μάλιστα στη Γερμανία, όπου η ταινία λογοκρίθηκε από την αρχή και το 1916 θ’ απαγορευόταν τελείως, προκλήθηκε συζήτηση για το κατά πόσο τέτοιες ταινίες λειτουργούν όντως αντιπολεμικά ή αν στην πράξη προπαγανδίζουν υπέρ του πολέμου.

Ο Schwobthaler υπεραμύνθηκε της δουλειάς του με άρθρο του σε γερμανικό περιοδικό: «Οι εφημερίδες παγκοσμίως ανέφεραν την απελπισία και την κα­ταστροφή των πόλεων Δεμίρ-Χισάρ, Σέρρες, Καβάλα κλπ. στα χέρια των Βουλγάρων. Αποτυπώσαμε αυτές τις αναφορές, όσο ήταν δυνατό, σε ζωντανές εικόνες, που ιστορικά καταγράφουν την απίστευτη καταστροφή στη Μακεδονία και τη θηριωδία του πολέμου. Είναι η γυμνή αλήθεια ενός αυτόπτη μάρτυρα». Εξάλλου, μιλώντας στο The Motion Picture News ο Schwobthaler παρατηρούσε: «Αν αυτές οι ταινίες δεν καταφέρουν να στρέψουν τους θεατές εναντίον του πολέμου, τότε φοβάμαι ότι τίποτα ποτέ δεν θα το καταφέρει».

«Αν θέλετε ν’ αντιληφθείτε τη διαφορά μεταξύ των αποκαλούμενων ρεαλιστικών πολεμικών ταινιών και των πραγματικών πολεμικών ταινιών, κοιτάξτε τη δουλειά που έγινε με την κάμερα στη γραμμή του μετώπου τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο της περασμένης χρονιάς, όταν οι Έλληνες και οι Βούλγαροι πολεμούσαν μέχρι θανάτου στην κοιλάδα του Στρυμόνα» σχολίαζε το The Moving Picture World εκτιμώντας ότι «δεν υπάρχει καλύτερο επιχείρημα για την προώθηση της ειρήνης από αυτές ακριβώς τις εικόνες». Και συνέχιζε:

«[Ο Schwobthaler κι ο συνεργάτης του] τοποθέτησαν τις κάμερές τους στο κέντρο ενός με­γάλου πεδίου μάχης και αποτύπωσαν εκρήξεις σράπνελ, ανάπτυξη και επίθεση λόχων, πληγωμένους άνδρες να παραπαίουν και να πέφτουν κάτω στο λόφο και το ιππικό να έρχεται για να τους σώσει με τραβηγμένα σπα­θιά και πηγαίνοντας με τη μεγαλύτερη ταχύτητα. Οι κάμερες αποτύπωσαν όλους ή τους περισσότερους φόνους και την καταστροφή που ακολούθησε την υποχώρηση των Βουλγάρων σαν ζοφερή στήλη φωτιάς σ’ έναν από τους κύκλους της Κόλασης της Τοσκάνης. Βλέπετε μια ευημερούσα μικρή πόλη να έχει μεταβληθεί σε ματω­μένα ερείπια. Βλέπετε δεκαπέντε Έλληνες ομήρους, κρατούμενους από τους Βουλγάρους, να κείτονται νεκροί στο έδαφος, να έχουν πυροβοληθεί επειδή δεν μπορούσαν να καταβάλλουν τα λύτρα, που είχαν ζητηθεί από τους Βουλγάρους. Ο κ. Schwobthaler έφτασε μόλις λίγα λεπτά αφότου τα καημένα θύματα είχαν δολοφονηθεί. Λίγος από το ρομαντισμό και τη δόξα, που οι ποιητές συσχετίζουν με τον πόλεμο, φαίνεται σ’ αυτές τις ταινίες, οι οποίες λένε την αλήθεια τόσο απλά και με τόση ειλικρίνεια».

Σύμφωνα με το The Moving Picture World, ο Schwobthaler ενήργησε ώστε το φιλμ να προβληθεί ακόμη και σε Ιαπωνία, Κίνα, Ρωσία, νότιο Αμερική και νότιο Αφρι­κή. Προβολές έγιναν επί σειρά μηνών και σε διάφορες πόλεις της Αυστραλίας ξεκινώντας από το «Auditorium» της Μελβούρνης στις 14.02.1914. Η υποδοχή ήταν αποθεωτική. Η ταινία περιγραφόταν ως ένα «κατόρθωμα ρεκόρ στην ιστορία του κινηματογράφου», αλλά και «υψηλής εκπαιδευτικής αξίας», καθώς κατέγραφε «διάφορες πτυχές των προετοιμασιών του σύγχρονου πολέμου», ένα «αντικειμενικό μάθημα πολέμου στους νεαρούς Αυστραλούς, οι οποίοι ποτέ δεν είδαν και ελπίζεται ότι ποτέ δεν θα δουν αληθινό πόλεμο».  Θαυμασμός εκφράστηκε και για «το θάρρος των δύο οπερατέρ, οι οποίοι πήγαν με τόλμη στη γραμμή του πυρός ρισκάροντας την ζωή τους με σκοπό να λάβουν αληθινές εικόνες».

Ενθουσιώδης ήταν η υποδοχή της ταινίας από τους Έλληνες της Νέας Υόρκης κατά την προβολή της στον κινηματογράφο «Weber» του Μπρόντγουεϊ τον Ιανουάριο του 1914 παρουσία του Γερμανού οπερα­τέρ. Η ομογενειακή εφημερίδα Ατλαντίς τη διαφήμιζε ως τη «μόνη απάντηση εις τα συκοφαντικά Βουλγαρικά δημοσιεύματα», καθώς έδειχνε «με πόσην ευχαρίστησιν απέθνησκον επί του πεδίου των μαχών οι αδελφοί μας, πώς υπέφερον τους πόνους των τραυμάτων αγογγύστως και μειδιώντες», ενώ παράλληλα «μας μαρτυρούν καταφανέστατα με τα ερείπια των Σερρών και του Δοξάτου, με τα πτώματα των κρεουργηθέντων ομογενών, ποίοι ήσαν εκείνοι οι οποίοι κατά την επονείδιστον φυγήν των προ της χειμαρρώδους των στρα­τιωτών μας ορμής, κατέκαυσαν και κατεκρήμνισαν χωρία Ελληνικά και κατέσφαξαν παρθένους και γέρο­ντας». Και παρότι δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να συμπεριλάβει λεπτομέρειες του πολέμου, ωστόσο έδινε «μίαν σαφή ιδέαν της εθνικής αυτής εποποιίας, ήτις είναι η μεγαλειτέρα του Ελληνισμού από της εποχής του εικοσιένα...».

Την ημέρα της πρεμιέρας χιλιάδες ομογενείς κατέκλυσαν το χώρο προκαλώντας ακόμη και ζημιές από την ανυπομονησία τους, ενώ όρθιοι ζητωκραύγαζαν κατά τη διάρκεια της προβολής. Το σοκ της ζωής του, όμως, πέρασε ένας θεατής, που φέρεται να είδε το στρατιώτη αδερφό του να πέφτει νεκρός μπροστά στην κάμερα.

Στο Μόντρεαλ του Καναδά παρενέβη η αστυνομία, καθώς λίγο έλειψε να προκληθούν επεισόδια μεταξύ των Ελλήνων και των Βουλ­γάρων θεατών, όταν οι τελευταίοι διαμαρτύρονταν για το πώς απεικονίζονταν οι συ­μπατριώτες τους, ενώ οι Έλληνες διαμαρτύρονταν... για τις διαμαρτυρίες των Βουλγάρων!

Η ταινία έφτασε μέχρι και την Αλάσκα το Φεβρουάριο του 1915 χάρη σ’ έναν Έλληνα φρουτέμπορο της περιοχής, τον Τζέιμς Πρωτόπαπας, ο οποίος για ένα διάστημα ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο, μάλιστα το 1911 είχε εκφράσει την επιθυμία ν’ αναλάμβανε την αποκλειστική κινηματογράφηση ενδεχόμενης νέας διοργάνωσης Μεσολυμπιάδας στην Αθήνα, ενώ απέκτησε και τα δικαιώματα προβολών της ταινίας του Schwobthaler.

Σήμερα η ταινία σώζεται στη συλλογή του UCLA. Μάλιστα, την άνοιξη του 2013 προβλήθηκε στα πλαίσια φεστιβάλ του αμερικανικού πανεπιστημίου. Εκατό χρόνια μετά την πρώτη προβολή της, αξιολογήθηκε ως «εξίσου βαρετή και συναρπαστική» με «ατελείωτες σκηνές» στρατιωτών που προέλαυναν, τους Έλληνες της Μακε­δονίας να ζητωκραυγάζουν για τους απελευθερωτές τους και άλλες κουραστικές λεπτομέρειες, ενώ εκτιμή­θηκε ότι υπήρχε «μονάχα μία σκηνή πραγματικής μάχης και αυτή ήταν μάλλον σκηνοθετημένη».

«Η ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ»
Αργότερα, ο Robert Schwobthaler θα ετοίμαζε και μια ταινία μήκους περίπου 860 μ. με εικόνες από τα εδάφη που απελευθερώθηκαν κατά τους δύο πολέμους, την επαναστατημένη βόρειο Ήπειρο και την Αθήνα. Δεν έχει εξακριβωθεί αν ή πότε αυτή προβλήθηκε στις ελληνικές αίθουσες, ωστόσο χάρη σε διαφήμιση για πώληση της εκμε­τάλλευσης της ταινίας στις ΗΠΑ υπό τον τίτλο «Η Νέα Ελλάς», γνωρίζουμε τους τίτλους των 68 σκηνών της:
1) Ιωάννινα, πρωτεύουσα της Ηπείρου, 2) Άποψη των Ιωαννίνων από τη λίμνη, 3) Πλατεία «Κωνσταντίνου του Ελευθερωτού» με τον από Τουρκοκρατίας διασωζόμενο πύργο, 4) Κίνηση στις οδούς της αγοράς, μεταφορά σίτου στις προς τα βόρεια σύνορα στρατιωτικές αποθήκες, 5) Άποψη από τα παλιά τείχη του Φρουρίου, 6) Εκδρομή στη νησίδα της λίμνης των Ιωαννίνων. Επίσκεψη ενός μοναχού, παλιό τουρκικό νεκροταφείο, 7) Μέσο μεταφορικό. Άφιξη ξένων, οι οποίοι άλλοτε διένυαν χιλιόμετρα ολόκληρα σε τέτοια σχήματα, 8) Το παλιό τέμενος του Αλή Πασά, του επικλη­θέντος «ο Λέων της Αλβανίας», 9) Τάφος του Αλή Πασά, ο οποίος καταδιωκόμενος από το Μω­άμεθ Β΄ ως επαναστάτης παραδόθηκε μετά διετή πολιορκία, δολοφονημένος το 1822, 10) Στρα­τώνες Πυροβολικού. Γυμνάσια με πεδινά και ορεινά τηλεβόλα. 11) Νικόπολη. Ιδρύθηκε από τον Αύγουστο Οκτάβιο μετά τη νίκη του κατά του Αντωνίου το 31 π.Χ. Αργότερα η πόλη λεηλατήθηκε και καταστράφηκε, 12) Το γυμνάσιο, τα τείχη και το θέα­τρο, 13) Αργυρόκαστρο. Πανόραμα της πόλης, 14) Κίνηση στην αγορά. Άποψη από το αρχαιότερο μέρος της πόλης, 15) Εθελοντές, 16) Ηπειρώτισσες μεταφέρουν νερό στην πεδιάδα του Δρύνου, 17) Άποψη μιας τουρκοπερσικής μονής με τους φυσιολάτρες μοναχούς της, 18) Ηπειρώτες του Αρ­γυροκάστρου προς την παλαιά Ελλάδα, για ν’ αποφύγουν τις καταδιώξεις των Αλβανών, 19) Ει­κόνες από την πεδιάδα, 20) Δερβιθανύ, πλησίον του Αργυροκάστρου. Χοροί και εθνικές ενδυμασί­ες, 21) Εθελοντές Ηπειρώτες που ήλθαν από την Αμερική για να πολεμήσουν υπέρ της απελευ­θέρωσης της πατρίδας τους. Γυμνάσια των Ηπειρωτών και των εθελοντών, 22) Έφοδος, 23) Ο πρόεδρος της Αυτονόμου Ηπείρου Γεώργιος Χρηστάκης Ζωγράφος και ο υπουργός των Στρατιω­τικών Κωνσταντίνος Δούλης, συνταγματάρχης του ελληνικού στρατού, 24) Ο κόμης Αλέξ. Ρώμας, αρχηγός των Ερυθροχιτώνων, 25) Οι Ερυθροχίτωνες και περί τις 4.000 εθελοντές, πορευόμενοι προς απελευθέρωση της Κορυτσάς, 26) Οι αρχηγοί των Κρητικών σωμάτων, 27) Κόνιτσα, η κίνη­ση στην αγορά, τοπικές φυσιογνωμίες, 28) Εκδρομή στη ρομαντική κοιλάδα του Αώου, προς τη μονή Στόμιου, 29) Η προ πέντε αιώνων μονή Στόμιου με το πανόραμα του όρους Λάζαρος ύψους 1500 μέτρων, 30) Χωριό Πάδες κοντά στην Κόνιτσα και τοπικοί χοροί, 31) Πανόραμα από τους Πάδες στο χιονοσκέπαστο Βίκο ύψους 2198 μέτρων, 32) Γυναίκες γνέθουν.

33) Θεσσαλονίκη. Άποψη του λιμανιού και της κεντρικής οδού, 34) Ο απολυτρωθείς ναός Αγίας Σοφίας, 35) Στην τουρκική συνοικία, 36) Άφιξη προσφύγων από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη. Ο αριθμός των προσφύγων αυτών, οι οποίοι διέφυγαν τις καταδιώξεις σώζοντας μόνη την ζωή τους και τους οποίους συντηρεί σήμερα το ελληνικό κράτος, ανέρχεται σε 300.000 και πλέον, 37) Μετανάστες από τον Καύκασο, 38) Μεταφορά διά του σιδηροδρόμου των προσφύγων στα εσωτερικά της Μακεδονίας, 39) Χοροί εθνικοί μαθητριών της παλαιάς Ελλάδας, δοθέντες υπέρ του ταμείου των προσφύγων, 40) Βοδενά (σ.σ. σήμερα Έδεσσα), η αρχαία πρωτεύουσα της Μακε­δονίας, 41) Οι ωραίες τοποθεσίες της πόλης και των περιχώρων, 42) Κίνηση στην αγορά, 43) Οι περίφημοι καταρράκτες, 44) Φλώρινα, 45) Οι πυρποληθείσες Σέρρες, 46) Η ελληνική Καβάλα, 47) Ο λιμένας της, 48) Βοϊδάμαξες για μεταφορές στο εσωτερικό της Μακεδονίας, 49) Κίνηση στην αγορά, 50) Αρχαίο ρωμαϊκό υδραγωγείο, 51) Στη συνοικία της επεξεργασίας των καπνών κατά την ώρα της παύσεως της εργασίας, 52) Φόρτωση καπνών για το εξωτερικό, 53) Αθήνα, η πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου, 54) Πανόραμα της πόλης από την Ακρόπολη, 55) Πλατεία Λουδοβίκου με το Δημοτικό θέατρο, το Κεντρικό Ταχυδρομείο και την Εθνική Τράπεζα, 56) Το παλιό βασιλικό ανάκτορο (σ.σ. η σημερινή Βουλή), 57) Η κίνηση στην πλατεία Ομονοίας, 58) Η νέα Αθήνα και τα ωραία μνημεία, η Ακαδημία, η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο, η οδός Σταδίου, 59) Η παλιά Αθήνα, ο πάρα τη Λουτρόπολη βυζαντινός ναΐσκος, η παλιά αγορά (τσαρουχάδικα), 60) Πανόραμα των στηλών του Ολυμπίου Διός και της Ακρόπολης από το Ζάππειο, 61) Το αμφιθέατρο του Ηρώδου του Αττικού, που ιδρύθηκε το 160 π.Χ., δυνάμε­νο να περιλάβει 6000 θεατές, 62) Η Ακρόπολη, ο ναός της Απτέρου Νίκης, 63) Ο Παρθενώνας, το αριστούργημα της υφηλίου, ο οποίος είχε 46 κίονες 10 και 1/2 μέτρων ύψους, 64) Το Ερεχθείο, που οικοδομήθηκε επί Περικλή το 438 π.Χ., 65) Οι Καρυάτιδες του Ερεχθείου, 66) Η νέα λου­τρόπολη των Αθηνών, το Νέο Φάληρο, 67) Το λιμάνι των Αθηνών, Πειραιάς, 68) Το νικηφόρο θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» στη δεξαμενή Πειραιά προς επιδιόρθωση των μικρών βλαβών του από τον πόλεμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου