ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 10: Οι νέοι που δεν κατάφεραν να γίνουν κινηματογραφικοί αστέρες και οι απατεώνες που εκμεταλλεύονταν τα απατηλά όνειρά τους

Το φαινόμενο «Εξαρχόπουλος», δηλαδή η εκμετάλλευση των φιλοδοξιών απλών πολιτών, που πίστευαν ότι μπορούσαν μέσα σε μια νύχτα να μεταβληθούν σε κινηματογραφικούς αστέρες, από επιτήδειους επιχειρηματίες, που πίστευαν ότι μπορούσαν να γίνουν πλούσιοι τάζοντας αφειδώς υποσχέσεις, χωρίς να φοβούνται την εφαρμογή του νόμου, αναλύθηκε με εξαιρετικά καυστικό και εύστοχο τρόπο σ' ένα άρθρο, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πατρίς στις 20 Σεπτεμβρίου 1930, όταν δηλαδή είχε αποκαλυφθεί το πρώτο σκάνδαλο της «Έξαρχος φιλμς». Ο δημοσιογράφος, που υπέγραφε απλά ως «Ω», ήταν εξίσου αυστηρός με όλους και πρώτα πρώτα με τον επιτήδειο επιχειρηματία, ο τύπος και η νοοτροπία του οποίου επιβιώνει έως σήμερα.: 


ΧΙΛΙΟΙ ΔΙΑΚΟΣΙΟΙ ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΝΕΑΙ ΠΟΥ... ΔΕΝ ΕΓΙΝΑΝ ΑΣΤΕΡΕΣ
[..] Αν ήτο απλώς μεγαλοφυής ο άνθρωπος αυτός, το πράγμα δεν θα είχε εξαιρετικήν σημασίαν. Γιατί, το κάτω της γραφής, είνε και αι μεγαλοφυίαι φυσικά φαινόμενα. Ο Εξαρχόπουλος όμως είνε κάτι πολύ παραπάνω. Είνε ο εκπρόσωπος, είνε ο ζωντανός τύπος, είνε η ενσάρκωσις της μεταπολεμικής μεγαλοφυίας. Ο μεταπολεμικός ιδεώδης «μπρασσέρ-ντ' αφφαίρ», ο ζηλευτός νέος με μέλλον, ο ιδεώδης άνθρωπος που από τον αέρα βγάζει λεφτά. Είνε ο.. «μουσσιού» Ανώ της Ελλάδος. Απλή λεπτομέρεια το ότι η μαντάμ Ανώ πήγε για πεντακόσια εκατομμύρια φράγκα, ενώ ο Εξαρχόπουλος ηρκέσθη στις πεντακόσιες χιλιάδες δραχμές. Τόσα σήκωνε ο τόπος! Είμεθα ακόμη μία πτωχή χώρα και την οποίαν ακριβώς εβουλεύθη να προαγάγη ο Εξαρχόπουλος. Ρηξικέλευθος, τετραπέρατος, κυβικό μυαλό, νους θηλυκός, φαντασία Ναπολέοντος.
Τι θα εκάμνατε εσείς ή ένας οποιοσδήποτε άλλος νέος καθυστερημένων αντιλήψεων εάν ευρίσκεσθε εις την θέσιν, που ευρίσκετο προ μηνών ο λαμπρός αυτός νέος; Τι θα βάζατε με τον νουν σας εάν είχατε δύο και μόνα χιλιάρικα στην τσέπη σας; Θα τρώγατε σαν μπουνταλάς το ένα και θα πηγαίνατε ως του Μαλτσινιώτη να αγοράσετε με το άλλο ένα περίστροφο με μερικάς σφαίρας. Θα πηγαίνατε έπειτα σπίτι σας, θα ξαπλωνόσαστε στο κρεββάτι σας και.. Η προχθεσινή αυτοκτονία του φοιτητού παρέχει την συνέχειαν των λεπτομερειών. Μπορεί βεβαίως να μη τρώγατε το ένα σας χιλιάρικο. Να τα τρώγατε δηλαδή και τα δύο. Οπότε, αδυνατούντες να μεταβήτε στο οπλοπωλείον, θα κάμνατε τον κόπον να αναβήτε μέχρι των επάλξεων του Ιερού Βράχου. Ο νόμος της βαρύτητος θα ανελάμβανε τα της καθόδου σας, η οποία ταυτοχρόνως θα ήτο και μία ανέξοδος διεκπεραίωσις προς ένα καλλίτερον κόσμον, όπου απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός..
Αυτό θα κάμνατε!
Ή το πολύ-πολύ, πριν ακόμη φαγωθή το ζευγαρωμένο σας χιλιάρικο, θα προσπαθούσατε να επιτύχετε σ' ένα κάποιον διαγωνισμόν μίαν θέσιν γραφέως με μέλλον και με επτακοσίας πεντήκοντα δραχμάς τον μήνα. Έτσι δεν είνε;
Αλλά ο Εξαρχόπουλος, παιδί της εποχής του, δεν ήτο δυνατόν να σκέπτεται έτσι.
Ο Ρότσιλδ ήρχισε με πολύ λιγώτερα από δύο χιλιάδες δραχμάς στην τσέπη. Ο Ροκφέλλερ - όπως καυχάται τουλάχιστον - δεν είχε παρά δύο «σέντζια». Ο δε Φαρδ, αν τον πιστέψη κανείς, όχι μόνο δεν είχε αλλά χρωστούσε κι' όλας. Και σε μίαν εποχή μάλιστα όλα αυτά, όπου η ζωή ήτο πολύ πιο ήρεμη, πολύ πιο τακτική. Όταν λοιπόν ο Εξαρχόπουλος βρέθηκε με εφόδια τέτοια, που δεν είχαν άλλοι, τι πιο φυσικό να επιτύχη γρηγορώτερα και ασφαλέστερα; Του εχρειάζετο ακόμη η έμπνευσις. Αργά ή γρήγορα του ήλθε και αυτή.
Ενοικίασε μια «τρύπα», την οποίαν ωνόμασε γραφείον, βρήκε στου Γιουσουρούμ ένα παληοτράπεζο και μια καρέκλα, γέμισε τους τοίχους με εικόνες θελκτικών αστέρων της οθόνης και...
Είχε ήδη κάμει την αρχήν. Δηλαδή το ήμισυ του παντός. Του έμενε ακόμη το άλλο ήμισυ, μαζί με το άλλο χιλιάρικο. Γέμισε - όσο μπορεί κανείς να γεμίση με χίλιες «ψωροδραχμές» - τις εφημερίδες ρεκλάμες:
«Σπεύσατε! σπεύσατε!...» Όλοι και όλαι, όσοι θέλετε να φθάσετε εις τον φωτεινόν ουρανόν του σκοτεινού στερεώματος της βωβής τέχνης, η οποία έγινε ομιλούσα και άδουσα... Δόξα, πλούτος, μέλλον... Όλα αυτά με πενήντα δραχμάς! Το ρίξαμε στη φθήνεια!...
Το «Έξαρχ» φιλμ ήτο ήδη σκαρωμένον. Και ο Εξαρχόπουλος δεν επρόφθανε να μαζεύη πενηντάρικα. Στο πι και φι μάζεψε χίλια διακόσια. Σούμα: 600 χιλιάδες δραχμαί. Εκατό χιλιάδες τα κρατούμενα για τας πρώτας απολαύσεις της μεγάλης ζωής που ήρχιζε και... καθαρόν υπόλοιπον 500 χιλιάδες: μισό δηλαδή εκατομμύριο.
Είνε ή δεν είνε μεγαλοφυία ένα τέτοιο παλληκάρι;
Του πρέπει ή όχι η αθανασία; [...].

Όμως το άρθρο ήταν εξίσου αυστηρό και με τα θύματα της απάτης, που παρασύρθηκαν τόσο εύκολα ελπίζοντας ότι θα κατόρθωναν το ακατόρθωτο, να γίνουν μεγάλοι σταρ του σινεμά μέσα σε λίγες εβδομάδες:
[...] Έπειτα ο ευεργέτης σας υπήρξε τόσον ευσυνείδητος, ώστε σας άφησε τον καιρόν να αυτοσυμμορφωθήτε μέχρι τελευταίας στιγμής. Ούτε πολυτελή μέγαρα σας παρουσίασε, ούτε εγκαταστάσεις, ούτε καμμίαν εταιρίαν δισεκατομμυριούχων. Μια πνιγηρή σκοτεινή τρυπίτσα ήτο η έδρα και η διεύθυνσις της σχολής. Εάν είσασθε ολιγώτερον αφελείς, θα είχατε αντιληφθή με το πρώτο βλέμμα ότι δεν είνε δυνατόν να είνε κινηματογραφική σχολή αυτό το πράγμα. Δεν σας απέκρυψε το όνομά του, αλλά ούτε και εκείνο που είχε η «μάρκα ντεποζιτά» του. Ωνομάζετο Εξαρχόπουλος αυτός, εκείνη δε «Εξάρχ» φιλμ. Τα πράγματα ήσαν ολοκάθαρα. Δεν είχατε παρά να ανοίξετε τα ματάκια σας. Αλλά πώς να τα ανοίξετε αφού τα βάρυνε η ανοησία, αφού τα θάμπωνε - επιτρέψατέ μου την λέξι - ο τυχοδιωκτισμός, η δίψα της χείμαιρας;
Ο αέρας που είχαν πάρει τα μυαλά σας από καιρό, ευρήκε επί τέλους τρόπο να φουσκώση. Είδατε αναμφιβόλλως όνειρα δίχως καν να πλαγιάσετε, μα και όταν πλαγιάζατε ο ύπνος σας ήτο ταραγμένος. Βλέπατε τα μουτράκια σας, κοπέλλες μου, στις καρτ-ποστάλ και στις αφίσες, ακούατε τα «ούρα!» της υφηλίου, δεχόσαστε πρίγκηπας στα μπουντουάρ σας, τον ανεψιό του Ρας Τάφφαρι στο «στούντιο», τον Αμερικανόν βασιλέα της σάλτσας ντομάτας στο σαλόνι σας.
Με τι περιφρόνησι θα αποστέρξατε να πληροφορήσετε την καϋμένη την μάννα σας, που χύνει τα μάτια της στο βελόνι ή σπάει τα μπράτσα της στην σκάφη... όταν σας ρωτούσε τι έγιναν αυτές οι πενήντα δραχμές!
Και τι φαρμάκι θα δοκίμασε κάποιος Κώστας, κάποιος Γιάννης, κάποιος Χαράλαμπος, που είχαν λόγους να ελπίζουν ότι θα συνδέατε κάποτε την ζωήν και τη βιοπάλη σας με την δική των, όταν, το ίδιο βράδυ που σας ενέγραψε ο Εξαρχόπουλος στα κατάστιχά του, στραβομουτσουνιάσατε, συγκρίνοντας τους δύστυχους με τον Βίλλυ Φριτς!
Αμ' καλά να πάθετε! [...]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου