«Ο Λεπενιώτης Μασίστας»: Η τρίτη και τελευταία ταινία του Λεπενιώτη

Με αφορμή τον «Αγαπημένο των γυναικών» γράφτηκε στον τύπο ότι ο Τηλέμαχος Λεπενιώτης ετοιμαζόταν να ιδρύσει μετοχική εταιρία για την παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών με ελληνικά έργα και Έλληνες ηθοποιούς. Τα σχέδια δεν ευοδώθηκαν, ωστόσο ο ηθοποιός επέμεινε με μια τρίτη κινηματογραφική εμφάνιση την επόμενη χρονιά ως κωμικός «Μασίστας».

Ακολουθώντας το παράδειγμα που ο ίδιος είχε λανσάρει ένα χρόνο νωρίτερα στο «Πανόραμα 1915», εμπλούτισε την επιθεώρηση «Παπαγάλος 1916» του Α. Βώττη, στην οποία και πρωταγωνιστούσε, με μια κωμική ταινία 20λεπτης διάρκειας - με αυτόνομη όμως υπόθεση. Ο έμπειρος περί τα κινηματογραφικά Λεπενιώτης είχε ζυγίσει τα δεδομένα και έκρινε πιο συμφέρουσα οικονομικά την προβολή της ταινίας στα πλαίσια μιας θεατρικής παράστασης, που άλλωστε ήδη σημείωνε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία.

Οι ηθοποιοί υπερέβαιναν τους πενήντα. Πέραν του Λεπενιώτη (ο οποίος ήταν πρωταγωνιστής, συγγραφέας και σκηνοθέτης), συμμετείχαν η Ροζαλία Νίκα, η Βαλέτα, όπως και πολλοί «λιλιπούτειοι» ηθοποιοί, παιδιά έως 15 ετών, τη διδασκαλία των οποίων είχε αναλάβει ο Κερκυραίος ηθοποιός. Ο Λεπενιώτης εμφανιζόταν ως «τρομερός γίγας», που εκτελούσε εντυπωσιακά κατορθώματα, τα οποία η Εστία συνέκρινε με «Ηράκλειους άθλους»: σταματούσε τρένα και αυτοκίνητα, ενώ πετούσε στον αέρα χωροφύλακες και απάχηδες «σαν να ήσαν τόπια».

Μια από τις πρώτες σκηνές γυρίστηκε το πρωί της 28ης Ιουλίου στην οδό Σταδίου και την Ομόνοια, που αναστατώθηκαν από τρία αυτοκίνητα γεμάτα με μικροσκοπικούς απάχηδες, χωροφύλακες και στο μέσο αυτών ο Λεπενιώτης και η Νίκα.

Την επόμενη μέρα, η αναστάτωση μεταφέρθηκε στην Κολοκυνθού, όπου οι κάτοικοι είδαν ξαφνικά λιλιπούτειους αστυνομικούς να καταδιώκουν έναν υποτιθέμενο Αμερικανό (το Λεπενιώτη προφανώς). Αυτός, στην προσπάθειά του να ξεφύγει, τους πυροβολούσε και τους «σκότωνε», ενώ στο τέλος απήγαγε μια νύφη, κρυμμένη πίσω από ένα δένδρο κι έφυγε μαζί της με το αυτοκίνητο. Για την ίδια σκηνή αναφέρεται και δεύτερη εκδοχή με απαγωγείς τέσσερις λιλιπούτειους απάχηδες.

Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν στις 3 Αυγούστου. Αμέσως άρχισε η τεχνική επεξεργασία του φιλμ και η επίσημη, πρώτη προβολή πραγματοποιήθηκε στις 12 του μηνός, αρκετές μέρες μετά την πρεμιέρα της επιθεώρησης στο θέατρο «Κεντρικόν» και στα πλαίσια ανανέωσης της παράστασης. Η διαρκής αναβολή της προβολής λόγω της επεξεργασίας, οδήγησε στην παρομοίωση του Λεπενιώτη με «αρχιεργάτη κινηματογραφικού οίκου», παρότι η όλη προσπάθεια ήταν καθαρά ερασιτεχνική.

Η ταινία προβαλλόταν στο διάλειμμα μεταξύ της δεύτερης και της τρίτης πράξης. «Ο Λεπενιώτης ως Μασίστας εσκόρπισεν άφθονα γέλοια» σχολίαζε η Νέα Ελλάς, που επαίνεσε το παίξιμο των μικρών ηθοποιών. Στο ίδιο μήκος κύματος και η Εστία έκρινε τον Λεπενιώτη «αμίμητο» στο ρόλο του Μασίστα, που «τρομοκρατεί, δέρνει, απειλεί, καταδιώκεται, κολλά στον τοίχον τους αντιπάλους του, κάμνει τέλος σημεία και τέρατα», ενώ εγκωμιαστική ήταν η αναφορά και στους «μικρούς μαθητές» του.

Με βάση τα δημοσιεύματα του τύπου, μπορούμε να προσδώσουμε στην ταινία τον άτυπο τίτλο «Ο Λεπενιώτης Μασίστας». Εξάλλου, τον Απρίλιο του 1919 (από τις 08.04, Πάσχα, και για μία εβδομάδα) προβλήθηκε μια ταινία με τον ίδιο τίτλο στο «Παλλάς». Καθώς δεν προκύπτει από κάποιο δημοσίευμα ότι επρόκειτο για καινούρια ταινία του δημοφιλούς ηθοποιού και δεδομένου ότι εκείνη του 1916 βασιζόταν σε μια παρωδία του δυνατού Μασίστα, συμπεραίνουμε ότι στην πραγματικότητα ήταν η ίδια ταινία, προβαλλόμενη αυτήν τη φορά σε κινηματογραφική αίθουσα. Τέλος, ο «Λεπενιώτης Μασίστας» προβλήθηκε και στη Σμύρνη το Μάιο του 1920 (κινηματογράφος «Κυβέλης»).

* * *

Ο ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΣΑΠΑΚΙΑ

Στη βιβλιογραφία, ο «Λεπενιώτης Μασίστας» εμφανίζεται ως εναλλακτικός τίτλος του «Λιονταρή και τα χασαπάκια». Πιθανόν στην ταινία του 1916 υπήρχε όντως κάποια σκηνή εμπνευσμένη από τον πολύ δημοφιλή χαρακτήρα του θεατρικού έργου «Τζιώτικο Ραβαΐσι» του Τίμου Δεπάστα, που είχε ανεβεί στις αρχές του 1910 σημειώνοντας ρεκόρ συνεχών παραστάσεων.
Ο Λεονταρής ήταν ένα ψευτοπαλικαράς, που καυχιόταν για τα φανταστικά κατορθώματά του· ένας ψευτόμαγκας, που στην πραγματικότητα φοβόταν και τη σκιά του. Απότοκος του χαρακτήρα αυτού είναι και η λέξη «λεονταρισμός», που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. Απολαυστικός ήταν ο παρακάτω διάλογος ανάμεσα στον Λεονταρή και τον άλλο ψευτόμαγκα του θεατρικού έργου, τον Τζώρτζο, όπου αναφέρονται τα «χασαπάκια»ιλιπούτειοι χασάπηδες):
Λεονταρής: Να κορίτσι μια φορά, Λιονταρή, για τα δόντια σου· και γιατί τάχα. Ωραίος είμαι, παλικαράς...
Τζώρτζος: Εμένα μου λες;
Λεονταρής: Όχι να το παινευθώ, εμένα με ξέρουν καλά όλοι· είμαι παλικάρι τέλειο.
Τζώρτζος: Πώς, πώς, πώς.
Λεονταρής: Ξέρεις τι έκαμα μια φορά στην Αθήνα, Τζώρτζο;
Τζώρτζος: Τι μωρέ Λιονταρή;
Λεονταρής: Είχα πάει στην αγορά να πάρω κάτι μπριτζολάκια.
Τζώρτζος: Μπριτζόλες; Λέγε μωρέ και μ' άνοιξε η όρεξη.
Λεονταρής: Πήρα μια οκά. Μου τις ζυγιάσανε, μου τις διπλώνουν σ' ένα στράτσο και πάω σ' ένα μαγαζί που με περίμεναν για φαΐ. Τις δίνω να τις ψήσουνε και μόλις ανοίγω το χαρτί τι βλέπω.
Τζώρτζος: Τι μωρέ Λιονταρή;
Λεονταρής: Αντί για μπριτζόλες, μού χαν ένα πλεμόνι τόσο. Ε μωρέ, ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Θυμώνω. Παραφέρνομαι. Πάει η άψογος στάσις. Γυρίζω πίσω, τραβάω την ισόβια και...
Τζώρτζος: Κόβεις το πλεμόνι.
Λεονταρής: Όχι βρε, αλλά τους λέω, βρε μάγκες, για τι με περάσατε; Είχαν μαζευτεί καμιά δεκαπενταριά χασαπάκια και γελούσαν. Βρε, τους λέω, γιατί γελάτε; Φαπ, τον ένα τον κολλάω στον τοίχο σαν χαλκομανία, φαπ του αλνού τρεις και πενήντα ζημία στην πρόσοψη. Πανικός οι άλλοι. Οι μανάβες τους απόβαλαν από τον φόβο τους, μπλοκαίρνει η αστυνομία, με βουτάει ένας μπάτσος, του ξεφεύγω. Πέρναε ένα αθόρυβο, πηδάω μέσα, περνάω από τον γυάλινο δρόμο και κάνω πρασινάδα.
Ατζελιός (καιροφυλακτώντας): Πριτς, παλικαρά.
(Ο Λεονταρής τα χάνει και τρέμει)
Τζώρτζος: Σε πήρανε χαμπάρι, Λεονταρή.
Λεονταρής: Όχι, βρε, ήρθε άξαφνα. [...]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου