«Της μοίρας τ’ αποπαίδι»: Το πρώτο ελληνικό κοινωνικό έργο

Το σημαντικότερο κινηματογραφικό γεγονός του 1925 ήταν η προβολή της πρώτης ελληνικής ταινίας μεγάλου μήκους ύστερα από πολλά χρόνια. Ήταν «Της Μοίρας τ’ αποπαίδι», μήκους 2.500 μέτρων και διαιρούμενο σε 5 μέρη, σε σενάριο και σκηνοθεσία του Δήμου Βρατσάνου για λογαριασμό της εταιρίας του («Ταινίαι Βρατσάνου») με οπερατέρ τον Έρικ Μπούμπαχ.
Διαφημίστηκε ως «το πρώτον ελληνικόν κοινωνικόν κινηματογραφικόν έργον, βγαλμένο μέσα από την πραγματικήν ζωήν μας», με σενάριο «καθαρώς Αθηναϊκής συγχρόνου υποθέσεως», βασισμένο στην ιστορία ενός «τρελλού, γνωστού τύπου των Αθηνών, που έσερνε την συμφορά του στους δρόμους». Στους τίτλους της ταινίας αναγραφόταν ότι η ιστορία ήταν «βγαλμένη από το δημοσιογραφικό καρνέ» του Βρα­τσάνου.

Μεταξύ άλλων παρουσιάζονταν σκηνές σε χαρτοπαίγνια, φρενολογική κλινική, εισαγγελικά και αστυνομικά γραφεία, στο Πλημμελειοδικείο, καθώς επίσης στις φυλακές Αβέρωφ, στα Σπάτα, στα Πευκάκια, στη Σπηλιά του Διονύσου και στον Παρθενώνα. Η ταινία είχε και εσωτερικές σκηνές, που προϋπέθεταν την ύπαρξη στούντιο. Ελλείψει όμως αυτού, τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν σε σαλόνια, που είχαν παραχωρηθεί ειδικά για τις ανάγκες της κινηματογράφησης, με τη συνδρομή φωτοτεχνικού συνεργείου, που διέθετε 4 τετράτοξες λάμπες εντάσεως 160 χιλιάδων κεριών.

Τι ακριβώς, όμως, διαδραματιζόταν επί της οθόνης;
Η ταινία ξεκινούσε με μια προσευχή της Νενέλλας: «Παναγία μου, ανάπαυσε εν ειρήνη τη μανούλα μου». Στη συνέχεια εμφανίζεται ο Αντρέας, που τρελός έσερνε στους δρόμους της Αθήνας τη συμφορά του φωνάζοντας «Εγώ, ρε! εγώ!», ενώ τα παιδιά τον περιγελούσαν «Χα! Χα! Αντρέα! Χα! Χα!». Ακολουθούσε ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο και άρχιζε η ιστορία.
Ο Αντρέας Κόλλιας, ένας νεαρός 20 ετών από τα Σπάτα, αποφυλακίστηκε από τις φυλακές Αβέρωφ λόγω καλής διαγωγής, ένα χρόνο πριν εκτίσει πλήρως την ποινή του. Υποσχέθηκε στο διευθυντή των φυλακών ότι θα προσέχει, ώστε να μη φυλακιστεί ξανά, κι ο Αντρέας ανέπνευσε και πάλι τον αέρα της ελευθερίας.
Ενώ τον κυνηγούσαν οι αναμνήσεις των αγαπημένων του προσώπων, τα οποία όμως ντρεπόταν να συναντήσει, τριγυρνούσε στα χαμένα καταλήγοντας στα σοκάκια της Νεάπολης. Τα βήματά του τον έφεραν έξω από ένα μαγειρείο, στην προθήκη του οποίου ήταν απλωμένες πιατέλες με ορεκτικά. Παρά την πάλη που γινόταν μέσα του, ο πεινασμένος Αντρέας άρπαξε λίγο ψωμί, όμως κάποιος τον είδε κι έβαλε τις φωνές. Αμέσως άρχισε να τρέχει, ενώ τον κυνηγούσε μια ομάδα περαστικών με επικεφαλής ένα χωροφύλακα. Έδωσε το ψωμί σε μια γυναίκα, που ζητιάνευε μαζί με την κόρη της έξω από μια εκκλησιά και κατέληξε σ’ ένα σπίτι, του οποίου η πόρτα υπηρεσίας ήταν ανοιχτή.
Ο Αντρέας τρύπωσε μέσα και το ενδιαφέρον του κέντρισε μια κοριτσίστικη φωνή, που τραγουδούσε ένα θλιμμένο τραγούδι («Της Μοίρας αποπαίδι/ σαν φθινοπώρου φύλλο/ το άσκοπό μου βήμα/ εδώ κι εκεί πλανώ κλπ.»). Ήταν μια 15χρονη κοπέλα, η Νενέλλα, η οποία τον έκρυψε και στη συνέχεια είπε ψέματα στους χωροφύλακες, ότι δεν τον είχε δει ποτέ. Η Νενέλλα πρόσφερε λίγη τροφή στον μισολιπόθυμο Αντρέα, ο οποίος της διηγήθηκε την ιστορία του, πώς κατέληξε φυλακισμένος. Όταν ένας υπενωμοτάρχης είχε επιχειρήσει να επιτεθεί στην αγαπημένη του Βασούλα, εκείνος θέλησε να την προστατέψει. Όμως τελικά, κατηγορούμενος βρέθηκε ο ίδιος ο Αντρέας, που κρίθηκε ένοχος για αντίσταση κατά της αρχής. Αντίστοιχα, η Νενέλλα του εξηγεί ότι το τραγούδι ήταν αφιερωμένο στη μητέρα της, που είχε πεθάνει πριν από ένα χρόνο σε τροχαίο.
Ο Αντρέας υποσχέθηκε στη Νενέλλα ότι θα της παραστεκόταν, αν ποτέ εκείνη το χρειαστεί. Πήρε και πάλι τους δρόμους με κατεύθυνση τα στενά της Πλάκας. Έφτασε στο καφεμαγειρείο «Το Π & Φ» του Μισοφλυτζάνη, όπου σύχναζε ο Καλλικάντζαρος με τη συμμορία του, την οποία συμπλήρωναν ο Φιδές και ο Γιός της Μαμής. Ο Καλλικάντζαρος κατάλαβε ότι ο Αντρέας ήταν πρώην φυλακισμένος και τον κάλεσε στην παρέα τους.
Εν τω μεταξύ, η Νενέλλα διηγήθηκε στον πατέρα της, Παύλο, τι είχε συμβεί. Την οικογενειακή τους γαλήνη, όμως, διέκοψε ο ερχομός του Πέτρου, θείου της Νενέλλας, που είχε έρθει για να ζητήσει από τον αδερφό του οικονομική βοήθεια. Εκείνος του την αρνήθηκε κι ο Πέτρος άρχισε να σχεδιάζει την εκδίκησή του. Πήγε σε μια χαρτοπαικτική λέσχη, όπου κέρδισε πάνω από 30.000 δραχμές. Ο γκρουμ της λέσχης, κάποιος Γεράσιμος, προσφέρθηκε να βοηθήσει τον Πέτρο στα μοχθηρά σχέδιά του συστήνοντας τον στον ξάδερφό του, που δεν ήταν άλλος από τον Καλλικάντζαρο.
Το σχέδιο του Πέτρου ήταν το εξής: Θα έταζε γάμο στη Λουίζ, την γκουβερνάντα της Νενέλλας, με αντάλλαγμα εκείνη να κάνει τα στραβά μάτια στην απαγωγή της κοπέλας. Στη συνέχεια θα έβρισκε τρόπο να κηρυχτεί ο αδερφός του τρελός, ώστε ολόκληρη η περιουσία του θα περιερχόταν στον ίδιο και τη Λουίζ. Η γκουβερνάντα δίστασε στην αρχή, αλλά γρήγορα πείστηκε από τις ερωτικές υποσχέσεις του Πέτρου.
Το επόμενο πρωί η συμμορία του Καλλικάντζαρου απήγαγε τη Νενέλλα κοντά στο Παναθηναϊκό στάδιο. Την οδήγησαν στη σπηλιά των Σφαγείων, όπου βρισκόταν το άντρο τους. Εκεί η Νενέλλα αναγνώρισε τον Αντρέα, που είχε μείνει ως φύλακας, όμως ούτε ο ένας ούτε η άλλη έδειξαν ότι γνωρίζονται. Με διαταγή Καλλικάντζαρου ο Αντρέας θα την έβγαζε κάθε πρωί για ζητιανιά, ενώ εκείνη θα προσποιείται την τυφλή. Αργότερα, ο Αντρέας την καθησύχασε: «Εγώ θα σε σώσω, σαν που μ’ έσωσες εσύ μια φορά. Μα πρέπει να κάνεις ό,τι σου λέω, αλλιώς είμαστε όλοι χαμένοι: κι εσύ κι εγώ και ο πατέρας σου».
Εν τω μεταξύ, ο πατέρας της Νενέλλας, τρελός από αγωνία ζήτησε τη συνδρομή της αστυνομίας, αλλά μάταια. Τελικά ο Πέτρος κατάφερε να κλείσει τον αδερφό του στο φρενοκομείο του Θεραπείδη, παρότι εκείνος δεν ήταν τρελός.
Σε μια από τις καθημερινές βόλτες του, ο Αντρέας, υποδυόμενος τον ψαρά, πήγε στο σπίτι της Νενέλλας και έμαθε τι είχε συμβεί στον πατέρα της. Λίγες μέρες μετά, επισκέφτηκε τον Παύλο στο φρενοκομείο και του εξήγησε ότι η κόρη του ήταν ζωντανή: «Εγώ αφεντικό είμαι εκείνος που έσωσε την κόρη σου. Μια ζωή έχω και θα τη θυσιάσω γι’ αυτήν. Προσοχή μονάχα γιατί όλοι θα χαθούμε». Το επόμενο πρωί ο Αντρέας έβαλε σ’ εφαρμογή το σχέδιό του, όμως όταν ο Παύλος άκουσε από μακριά τη φωνή της Νενέλλας να τραγουδά, ξέσπασε και οι γιατροί νόμισαν ότι υποτροπίασε.
Ένα βράδυ ο Καλλικάντζαρος αποπειράθηκε να επιτεθεί στη Νενέλλα, την ώρα που εκείνη κοιμόταν. Ο Αντρέας την έσωσε την τελευταία στιγμή. Οι δυο τους έφυγαν από τη σπηλιά και δεν ξαναγύρισαν στο άντρο της συμμορίας, τα μέλη της οποίας φοβήθηκαν και το έσκασαν. Ο Αντρέας ήρθε σ’ επικοινωνία με τη Λουίζ, η οποία δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με τον Πέτρο. Οι δυο τους οργάνωσαν ένα σχέδιο για να συλληφθεί ο Πέτρος, όπως κι έγινε. Εν τω μεταξύ, ο Αντρέας βοήθησε τον Παύλο να δραπετεύσει από το φρενοκομείο και να ξανασυναντηθεί με την κόρη του.
Ο Παύλος προσφέρθηκε να δώσει μεγάλη χρηματική αποζημίωση στον Αντρέα. Εκείνος αρνήθηκε, αλλά η Νενέλλα του έβαλε τα χρήματα στην τσέπη. Στη συνέχεια ο Αντρέας αρρώστησε βαριά και επί τρεις μήνες χαροπάλευε στο νοσοκομείο. Μόλις έγινε καλά, επισκέφθηκε τη Νενέλλα, η οποία εν τω μεταξύ είχε παντρευτεί έναν πρώτης τάξεως γαμπρό, τον Ντιντή, που ήταν υποπλοίαρχος.
Όμως η μοίρα τα έφερε έτσι και δημιουργήθηκε μια μεγάλη παρεξήγηση. Μόλις ο Αντρέας μπήκε στην κρεβατοκάμαρα της Νενέλλας, έφτασε στο σπίτι ο Ντιντής, που το προηγούμενο βράδυ είχε βάρδια στο καράβι. Παρεξήγησε την εικόνα και ενστικτωδώς έβγαλε ένα ρεβόλβερ για να σκοτώσει τον Αντρέα, τον οποίο πρώτη φορά έβλεπε. Όμως η Νενέλλα μπήκε στη μέση και τελικά η σφαίρα χτύπησε την ίδια, που σωριάστηκε νεκρή. Σοκαρισμένος ο Αντρέας φώναξε στους αστυνομικούς «Εγώ!... Εγώ τη σκότωσα!... Εγώ ρε!» και από τότε τριγυρνούσε τρελός στους δρόμους της Αθήνας φωνάζοντας τη φράση αυτή κάτω από τα πειράγματα του κόσμου, που γελούσε μαζί του.

Συμμετείχαν περισσότερα από 60 πρόσωπα, κυρίως ερασιτέχνες ηθοποιοί χωρίς θεατρική εμπειρία, στους οποίους ο Βρατσάνος δίδαξε τα βασικά. Όλοι χρησιμοποιούσαν ψευδώνυμα:
Φανή Χανίδου (ή Δάφνη)...
Νενέλλα
Κλεό Τανέζου (ή Τονόζου)..
Λουίζ
Ήρα Αλκινόου ...................
Ντραμουτζάνα (μητέρα του αρχηγού των απάχηδων)
Κλωντ Κυζ .........................
Παύλος
Δώρος Τέμπος ....................
Καλλικάντζαρος
Γεώργιος Πάπας ................
Πέτρος
Κλεό Λουτ ..........................
Ανδρέας
Φοίβος Αστέρης .................
Μισοφλυτζάνης

Δεν γνωρίζουμε ιδιαίτερες λεπτομέρειες από τα παρασκήνια των γυρισμάτων, πέρα από ένα μπλέξιμο του κινηματογραφικού συνεργείου με την αστυνομία – φαινόμενο συνηθισμένο στις πρώτες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Συγκεκριμένα, όταν γυριζόταν η σκηνή που ο Ανδρέας άρπαζε ψωμί και τον καταδίωκαν τρεις υποτιθέμενοι χωροφύλακες, ο ανθυπομοίραρχος του Τμήματος Ασφαλείας (κάποιος Κουφογιαννάκης) διέταξε τη διακοπή του γυρίσματος και τη σύλληψη του Βρατσάνου και των ηθοποιών με την κατηγορία ότι διακωμωδούσαν τη χωροφυλακή!

Και ενώ στα τέλη Μαρτίου «Της Μοίρας το αποπαίδι» ήταν όχι απλά έτοιμο, αλλά πραγματοποιήθηκε και η δοκιμαστική του προβολή στους δημοσιογράφους, φαίνεται ότι ανέκυψαν κάποια απρόοπτα προβλήματα και άλλαζαν συνεχώς οι προγραμματισμένες αίθουσες προβολής. Τελικά, η ταινία προβλήθηκε στο «Σπλέντιτ» από τις 18 Μαΐου για δυο εβδομάδες, όμως κατά το δεύτερο επταήμερο ο αριθμός των εισιτηρίων ήταν αισθητά μειωμένος.


Οι ημερήσιες εφημερίδες δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με την ταινία. Μόνο η Εστία δυο μέρες πριν την πρεμιέρα περιορίστηκε σε μια τυπική αναφορά ότι οι εντυπώσεις ήταν απλά «ικανοποιητικές», ενδεικτικό της επιφυλακτικότητας για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.

Λίγο περισσότερα σχόλια φιλοξένησε το περιοδικό Κινηματογραφικός Αστήρ, που άλλωστε προμόταρε την ταινία του Βρατσάνου από καιρό. Όμως ακόμη και τα λακωνικά σχόλια του περιοδικού ήταν αποκαλυπτικά: «Δεν δύναταί τις να έχη αξίωσιν ενός τελείου ευρωπαϊκού έργου, δεδομένου ότι στερούμεθα όλων των απαιτουμένων στοιχείων από των μηχανημάτων μέχρις και αυτού του εμψύχου υλικού» σημείωνε μετά τη δοκιμαστική προβολή, συμπληρώνοντας ότι «ο σκηνοθέτης και συγγραφεύς του έργου [...] κατόρθωσε να δημιουργήση εκ του μηδενός κάτι τι το οποίον παρέχει την ελπίδα, βάσιμον πλέον, ότι οι διαθέτοντες τα εκατομμύριά των εις επιχειρήσεις επισφαλείς θα σκεφθώσιν ότι εις τον τόπον μας υπάρχουν όλα όσα χρειάζονται διά να αναπτυχθή μία τεραστία ελληνική βιομηχανία».

«Αν όχι και τέλειον, είνε μία ένδειξις ότι θα μπορούσαμε να “γυρίσωμε” έργα αρκετά σοβαρά και τέλεια, εάν υπήρχον επαρκή μέσα» περιορίστηκε το περιοδικό ν’ αναφέρει μετά την επίσημη πρεμιέρα.

«Της Μοίρας τ' αποπαίδι» ταξίδεψε μέχρις τις ΗΠΑ. Τον Ιούνιο του 1926 ομογενειακές εφημερίδες δημοσίευσαν αγγελία του «άρτι αφιχθέντα και κομίσαντα την ταινίαν αυτήν εξ Ελλάδος» Αναστ. Κουμουνδούρου, κατοίκου Σικάγο, ενώ στις 17 Ιουνίου η Chicago Greek Daily διαφήμιζε την προβολή της υπό τον αγγλικό τίτλο «The Disinherited Child» στο «Eighth Street Theater» με συνοδεία ορχήστρας.


Εξάλλου, το 1938 ζητήθηκε η έγκριση του σεναρίου της ταινίας από την επιτροπή λογοκρισίας της πολιτείας της Νέας Υόρκης. Εμφανιζόταν με το γαλλικό τίτλο «L' Enfant Delassé» και με τον αγγλικό «Fate's Stepchild». Η έγκριση δόθηκε υπό την αίρεση κάποιων τροποποιήσεων: α) να αφαιρεθούν όλες οι σκηνές από την απαγωγή της Νενέλλας στο πάρκο και β) οι σκηνές όπου διά της βίας υποχρεώθηκε ο πατέρας της Νενέλλας να μπει στο αυτοκίνητο για να πάει στο φρενοκομείο. Οι σκηνές αυτές κρίθηκαν «απάνθρωπες» και ότι «τείνουν στην πρόκληση εγκλήματος».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου