«Το μοιραίον»: Η πρώτη “θεσσαλονικιώτικη” ταινία

Ομάδα εξαπατηθέντων σπουδαστών της «Έξαρχος φιλμ», μεταξύ των οποίων η Κοκκίνου, δεν το έβαλαν κάτω, αλλά επέμειναν στην υλοποίηση των κινηματογραφικών τους ονείρων ιδρύοντας δική τους εταιρία με την επωνυμία «Αρτιστίκ φιλμ», η οποία έδρευε στον τελευταίο όροφο του μεγάρου επί της οδού Ίρις 27 στη Θεσσαλονίκη. Πρόεδρος ήταν ο Π. Μαυρομάτης, αντιπρόεδρος ο Α. Κυριαζής, διαχειριστής ο Ι. Αποστολί­δης και μέλη της τεχνικής επιτροπής ο Μ. Φράγκος και ο ζωγράφος Α. Κόκκινος. Και την 1η Φεβρουαρί­ου 1932, ενόσω ο «Αγαπητικός της βοσκοπούλας» αναστάτωνε την πρωτεύουσα, στον κινηματογράφο του Λευκού Πύργου έκανε πρεμιέρα η «πρώτη μακεδονική ταινία», «Το μοιραίον».

Η υπόθεση της ταινίας με λίγα λόγια:
Δυο αδέρφια χωρίζονται σε μικρή ηλικία από τη Μικρασιατική καταστροφή. Ο Λωρέττης πη­γαίνει στο Παρίσι, όπου γίνεται απατεώνας. Η Ρούλα έρχεται στη Θεσσαλονίκη. Μετά από πολλά χρόνια συναντώνται σε κάποια βίλα, χωρίς ν’ αναγνωρίσει ο ένας τον άλλο και ο νέος «διαφθείρει» τη νέα. Ακολουθούσαν σκηνές ειδυλλιακές, όμως στο τέλος εκείνος παντρεύεται κάποια άλλη.
H Ρούλα του υποβάλλει μήνυση για αποπλάνηση και το βράδυ του γάμου, συνοδευόμενη από τη μητέρα της κι έναν αστυνομικό, σπεύδει να τον διακόψει. Μόλις η δύστυχη μάνα βλέπει το διαφθορέα της κόρης της, πέφτει λιπόθυμη, γιατί στο πρόσωπό του αναγνωρίζει το χαμένο της γιο. Τότε ορμούν τρεις χωροφύλακες, οι οποίοι έχουν αναγνωρίσει στο πρόσωπο του γαμπρού κάποιον διεθνή απατεώνα, που αναζητούσαν από καιρό. Ο Λωρέττης προσπαθεί να ξεφύγει από τα χέρια των αστυνομικών, ορμά και πέφτει από ένα πα­ράθυρο, με αποτέλεσμα να χάσει την ζωή του. Πεθαίνει όμως και η μητέρα, ενώ η Ρούλα, συντε­τριμμένη από την αποκάλυψη, κάθεται σ' ένα παραθύρι και κλαίει ακούγοντας κάποιο λυπητερό τραγούδι και ψιθυρίζοντας τις λέξεις «ήταν μοιραίο». Στο τέλος πεθαίνει κι αυτή!

Το Λωρέττη υποδύθηκε ο Γιάννης Χριστοδούλου και τη Ρούλα η Μάρθα Κοκκίνου. Στους υπόλοιπους ρόλους εμφανίζονταν οι Κυριαζής, Φράγκος, Αποστολίδης κ.ά.

Το σενάριο έγραψαν οι Ι. Παπαδημητρίου και Καλαϊτζόπουλος, ενώ οπερατέρ ήταν ο Ηρακλής Φοίβος. Οι εφημερίδες της πόλης δεν ανέφεραν το όνομα του σκηνοθέτη. Περιορίζονταν μόνο να τονίσουν – αν το έκαναν κι αυτό – την εβραϊκή του καταγω­γή, σε μια εποχή με πρόσφατες τις ταραχές του συνοικισμού Κάμπελ στην Καλαμαριά, εξ αιτίας των οποί­ων είχε δημιουργηθεί μια δυσάρεστη, αντισημιτική ατμόσφαιρα στην πόλη.

Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1931. Στις 23 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε εκδρομή στη Νέα Μηχανιώνα, η οποία κινηματογραφήθηκε   ή έστω αυτό προαναγγέλθηκε – για τις ανάγκες της ταινίας. Εξωτερικά γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν μεταξύ άλλων στο καφεζυθοπωλείο «Τριανόν», στο Λευκό Πύργο, στην περιοχή Μ. Αλεξάνδρου και στο ξενοδοχείο Ριτζ, ενώ οι εσωτερικές σκηνές λήφθηκαν στο σπίτι του Φοίβου με τη βοήθεια πολύ ισχυρών προβολέων.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η πρεμιέρα του «Μοιραίου» αποτέλεσε σημαντικό γεγονός για την πόλη της Θεσσαλονίκης και διαφημίστηκε δεόντως. Μια αφίσα διατράνωνε:
«Το καταπληκτικόν γεγονός της Θεσσαλονίκης. Όπου οι Θεσσαλονικείς συναγωνίζονται τους Αθηναίους, τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς. Θαύμα θαυμάτων εν τη πόλει μας. Γενικός συναγερμός των Θεσσαλονικέων, των Μακεδόνων, των προσφύγων και πάντων των κατοικού­ντων, των παρεπιδημούντων και ταξιδιωτών και των διερχομένων εκ Θεσσαλονίκης. Όλα αυτά [σ.σ. η αφίσα συνοδευόταν από τέσσερις φωτογραφίες] θα παρελάσουν από την σκηνήν του Λευκού Πύργου, διότι προβάλλεται σήμερον το θαύμα, ΜΟΙΡΑΙΟΝ. Μας παρουσιάζει όλα τα αξιοθέατα μέρη της πόλεώς μας, αρχίζει με την μικρασιατικήν καταστροφήν και την πυρπόληση της Σμύρνης, μεταφέρεται στο Παρίσι, συνεχίζεται και τελειώνει στην Θεσσαλονίκη. Το Μοιραίον είναι έργον διά το οποίον πρέπει να υπερηφανεύεται η πόλις μας. Το Μοιραίον προβάλλεται από σήμερον, συνοδεία μεγάλης ορχήστρας».

Πλήθος κόσμου έσπευσε στον κινηματογράφο, ενώ δεν έλειπαν τα σχόλια θεατών που αναγνώριζαν πρόσωπα της γειτονιάς τους στο λευκό πανί: «Βρε, πανάθεμά την! Την γνωρίζω. Είναι λουκουματζού!», «Αμ’ ο γιατρός! Τον γιατρό δεν γνωρίζεις; Δεν γυρνά με το καροτσάκι;» ήταν κάποιοι διάλογοι. Πόλος έλξης για τις νεαρές κοπέλες αποτέλεσε ιδίως ο πρωταγωνιστής Χριστοδούλου, αλλά και γενικότερα όλη η πόλη ξεσηκώθηκε «για να δη τα συμπαθή αυτά ξεπεταρούδια της γειτονιάς που βάλθηκαν να μας κουβαλήσουν μέσα στα πόδια μας ένα ντόπιο Χόλλυγουντ, μ’ ένα σωρό αστέρας», κατά το σχόλιο τοπικής εφημερίδας.

Άλλες επιβεβαιωμένες προβολές του «Μοιραίου» ήταν στη Δράμα (4-6 Μαρτίου 1932 στον κινηματογράφο «Μέγα») και στο Βόλο (μόνο για μια μέρα στην «Εξωραϊστική», 01.10.1932).

Οι κριτικές του θεσσαλονικιώτικου τύπου ήταν αμφίθυμες. Παραβλέποντας το γεγονός ότι οι ηθοποιοί ήταν ερασιτέχνες, η Νέα Αλήθεια αρχικά διαπίστωνε «λίγες σχετικώς» ελλείψεις: «Από απόψεως σκηνοθε­τικής εμφανίσεως και πλούτου ντεκόρ και ενδυμάτων δεν έχει να εμφανίση και πολλά πράγματα».

Σε επόμενο άρθρο, ωστόσο, επισημάνθηκαν τα αρνητικά: από το υπερβολικό σενάριο μέχρι τη σκηνοθεσία και τη φλυαρία των δεύτερων ρόλων. Όσο για τους πρωταγωνιστές, ο Χριστοδούλου «στα χέρια ενός ρεζισέρ περισσότερον εμπείρου από τους διαφόρους εντοπίους [...] θα μπορούσε να εξελιχθή θαυ­μάσια», όμως υστερούσε ενδυματολογικά και έμοιαζε «παρισινός κομψευόμενος [με] εμφάνισιν μποέμ του συνοικισμού Τούμπας». Κι αναρωτιόταν ο συντάκτης: «Δεν ευρέθη δηλαδή ένας άνθρωπος που να του πη, ότι ένας Παρισινός γλεντζές δεν μπορεί να έχη χαίτην ποετάστρου, ούτε σακκάκι κοντό, ούτε και να κυκλοφορή διαρκώς με ένα και το αυτό καπέλλο»; Από την Κοκκίνου (παρότι «γλυκειά ύπαρξις, πολύ καλή για τον ήμερο και απλοϊκό ρόλο») έλειπε «εκείνος ο αριστοκρατισμός της καλλονής, ο απαραίτητος για την οθόνην», ενώ «άπειροι και ολίγον δυσκίνητοι» ήταν οι υπόλοιποι ηθοποιοί.

Το σενάριο δεν ικανοποίησε τον «ΚΑΠΑ ΣΙΓΜΑ» της Μακεδονίας, που το θεώρησε «τετριμμένον, πρόχειρο, χωρίς βάθος και το σπουδαιότερο χωρίς συνοχή. Επί πλέον δε παρουσιάζει και πολλές υπερβολές, που είναι αντιληπτές ευθύς αμέσως από την δεύτερι πράξι. Ο θεατής κουράζεται να βλέπη σκηνές που τρε­νάρουν, εντελώς περιττές, μια και δεν λένε τίποτε, να μετρά θανάτους και αυτοκτονίες...». Κι ενώ αξιολο­γούσε την όλη προσπάθεια ως «αρκετά καλή και ενθαρρυντική», παρέθετε σειρά σκηνοθετικών σφαλμάτων:
- Ενώ η φτωχή προσφυγοπούλα Ρούλα εμφανίστηκε με πολυτελείς πιτζάμες, η πλούσια Θέκλα, κόρη ενός καπνεμπόρου, φορούσε πενιχρότατα νυφικά!
- Ο Λωρέττης συνελήφθη κατά την απόπειρα διάρρηξης ενός καταστήματος και καταδικάστηκε με κάθειρξη είκοσι ετών, μια ποινή ασύμμετρη ως προς το ποινικό αδίκημα.
- Οι πρόσφυγες που εγκατέλειπαν τη φλεγόμενη Σμύρνη, κάθονταν στο βαπόρι και έτρωγαν ατάραχοι!

Ένα «γέλωτα... δραματικόν» περιέγραφε άλλο δημοσίευμα της ίδιας εφημερίδας: «Φαντασθήτε ότι οι ήρωες αυτοκτονούν, πεθαίνουν, πέφτουν και η πλατεία ξεκαρδίζεται. Κανένας οίκτος. Καμμία επιείκια».

«Τι σου κάνει, λοιπόν η θέλησις και ο ζήλος. Μια παρέα νεαρών που εζήλωσε την δόξαν των αστέρων και των στάρετς του Χόλλυγουντ, απεφάσισε να κατασκευάση εγχωρίαν ταινίαν. Και τα κατάφερε περίφημα!» δια­πίστωναν αντίθετα τα Μακεδονικά Νέα. Ο Χριστοδούλου είχε «γοητεία παιξίματος» και μπορούσε να εξελιχθεί «σ’ έναν θαυμάσιο ζεν-πρεμιέ», ενώ η Κοκκίνου ήταν «τόσο ώμορφη και παίζει τόσο φυσικά, τόσο άνετα, τόσο ωραία ώστε το κοινόν είνε ενθουσιασμένο μαζύ της».

Λιγότερο επιεικής ήταν ο Πέτρος Παπαναούμ στην ίδια εφημερίδα: «Αν ξεχωρίση κανείς το φωτογραφι­κόν μέρος της ταινίας, το οποίον οφείλεται εις τον κ. Ηρ. Φοίβον, γνήσιον και ενθουσιώδη εργάτην του κινη­ματογράφου, και το καλούτσικο παίξιμο των πρωταγωνιστών και ειδικώς του κ. Χριστοδούλου, θα αντιληφθή ότι όλα και όλοι συνώμωσαν εναντίον της επιτυχίας του έργου». Η υπόθεση (αν και «καλούτσικη ως ιδέα») ήταν «κακογραμμένη και μπερδεμένη», η πολύ συχνή εναλλαγή σκηνών και καρτελών έμοιαζε «εντελώς αδικαιολόγητος και κουραστική», ενώ έλειπε η σωστή σκηνοθεσία, με αποτέλεσμα «σκηναί τραγικότητος και πόνου μετατρέπονται σχεδόν εις εξωφρενισμούς ή εις κωμικότητας».

Η ταινία προκάλεσε και θεσσαλονικιώτικους «εμφυλίους»! Ο διευθυντής της «Αρτιστίκ Φιλμ» κατη­γόρησε το Νικόλαο Φαρδή, συντάκτη της Μακεδονίας, ότι τον άκουσε «εντός αυτής της αιθούσης του Λευ­κού Πύργου και ενώ επροβάλλετο το έργον μας «Μοιραίον», να ασχημονείτε, κυριολεκτικώς εις βάρος μας». Μάλιστα, άφηνε υπαινιγμούς για παλιότερες προσπάθειες του Φαρδή (το 1924) να γυρίσει ταινίες που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ, αλλά κατέληξαν σε μια «πολύκροτον κωμικοτραγικήν αποτυχίαν».

Εξάλλου, η κριτική μιας εφημερίδας, που σχολίαζε αρνητικά το γεγονός ότι ένας από τους ηθοποιούς ήταν τσαγκάρης, προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση αυτού. «Εάν έλαβον μέρος εις το «Μοιραίον» το έκαμα λόγω της μεγάλης κλίσεως μου προς την τέχνην και διά να συντελέσω κ’ εγώ κατά το δυνατόν εις την παραγωγήν της εγχωρίου ταύτης κινηματογραφικής ταινίας διά την οποίαν πρέπει να καυχάται κάθε εντόπιος» ξεκινούσε η επιστολή, που υπενθύμιζε ότι ο γράφων υπήρξε «εκ των ιδρυτών του προ 30ετίας Συνδέσμου Ερασιτεχνών όστις επί ολόκληρα έτη έδιδε σειράν παραστάσεων υπέρ φιλανθρωπικών και ευγενικών σκοπών. [..] Υπάρχουν δε τσαγκάρηδες διανοούμενοι και λογοτέχναι οι οποίοι έγραψαν και γράφουν ακόμη, πρέπει δε να γνωρίζετε ότι το ανάγνωσμα που δημοσιεύει η «Μακεδονία», τα Μυστήρια της Θεσσαλο­νίκης, τσαγκάρης το έγραψε. Τα δε ποιήματά μου εφιλοξενήθησαν προθύμως και εις ημερολόγια, και εις πε­ριοδικά και εις εφημερίδας,πράγμα το οποίον δύναμαι να σας αποδείξω οποιαδήποτε στιγμή. Άρα δεν απο­κλείεται εις τον τσαγκάρην ούτε η σκηνή ούτε η οθόνη όπως σεις νομίζετε [...]».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου