«Γκόλφω»: Η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους


Πίσω στον Απρίλιο του 1914, όταν αθόρυβα και χωρίς πομπώδεις διακηρύξεις ξεκίνησε να υλοποιείται από την «Αθήνη φιλμς» η κινηματογραφική διασκευή ενός πολύ πετυχημένου θεατρικού έργου. Ήταν η «Γκόλφω» του Σπυρίδωνα Περεσιάδη, η πρώτη ταινία με­γάλου μήκους στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου.
Η πρώτη αναφορά στην ταινία έγινε από την εφημερίδα Έθνος στις 10 Απριλίου 1914:
«Εις το πυκνόφυλλο δάσος του Σκαραμαγκά και εις τα ωραία τοπεία πλησίον της Ελευσίνος, από ημερών λαμβάνουν χώραν περίεργοι σκηναί. Αρρενωποί φουστανελοφόροι, ωραίες βοσκοπούλες με τα γιορτινά τους, ποιμένες και πιστικοί, χορεύουν και διασκεδάζουν, συγχρόνως λαμβάνουν χώραν και δραματικά επεισόδια, φόνοι και διαπληκτισμοί.
Τι να συμβαίνη;
Απλούστατα Εταιρεία κινηματογραφικών ταινιών εμάζεψε όλους σχεδόν τους ηθοποιούς, οι οποίοι δεν ήρχισαν ακόμη να εργάζωνται και κινηματογραφεί το ωραίον λαϊκόν δράμα του κ. Περε­σιάδη «Η Γκόλφω».
Αι κουίνται αντικατεστάθησαν διά φόντου φυσικού και αι σκηναί του δράματος εκτυλίσσονται σε αληθινές ραχούλες και η λιγερές πηγαίνουν σε αληθινή βρύσι να πάρουν νερό.
Η ιδέα είνε ωραιοτάτη και αν η εκτέλεσις είνε καλή, η Γκόλφω θα είνε μία από τας ωραιοτέρας και πρωτοτυποτέρας ταινίας του κινηματογράφου». 

Η υπόθεση του θεατρικού έργου πολύ συνοπτικά:
Η φτωχή βοσκοπούλα Γκόλφω ερωτεύεται τον Τάσο, παρά τη στενή πολιορκία του πλούσιου Κίτσου. Όταν ο Τάσος σώζει έναν Άγγλο περιηγητή από τον γκρεμό, ανταμοίβεται για την πράξη του αυτή με πέντε χιλιάδες δραχμές. Τότε αρραβωνιάζεται την Γκόλφω, όμως σύντομα αλλάζει γνώμη, υποκύπτει στα προξενιά και δέχεται να παντρευτεί την πλούσια Σταυρούλα, ξαδέρφη του Κίτσου. Η Γκόλφω και ο πατέρας του Τάσου μάταια προσπαθούν να τον μεταπείσουν. Τελικά η κοπέλα χάνει τα λογικά της. Αρχικά καταριέται τον Τάσο, όμως την παραμονή του γάμου του με τη Σταυρούλα του δίνει την ευχή της. Ο Τάσος μετανιώνει και κυνη­γάει την αγαπημένη του, όμως είναι αργά. Η Γκόλφω αφήνει στα χέρια του την τελευταία της πνοή έχοντας ήδη φαρμακωθεί, ενώ δίπλα της αυτοκτονεί στη συνέχεια κι ο Τάσος.

Εικάζεται ότι το τελευταίο πλάνο της ταινίας (μετά την «πενιχρά και άσημο» κηδεία της ηρωίδας) έδειχνε δύο σταυρούς υπό τη σκιά δύο κυπαρισσιών μέσα στο σκοτάδι της νύχτας – οι σταυροί του Τάσου και της Γκόλφως.

Συνολικά στην ταινία εμφανίστηκαν περίπου 100 άτομα. Τους βασικούς ρόλους υποδύθηκαν οι:
Βιργινία Διαμάντη .......          Γκόλφω
Βαρβέρης .....................           Τάσος
Κοντοπούλου ..............           Αστέρω, μητέρα της Γκόλφως
Πεταλάς .......................           πατέρας της Γκόλφως
Βελισσαρίου ................           Σταυρούλα
Παντελής Λαζαρίδης ..          Ζήσης, πατέρας Σταυρούλας
Βεντούρας ...................           Άγγλος λόρδος
Κουρής, Κοκκίνου κλπ.

Ήδη από τις πρώτες μέρες των γυρισμάτων ο Βασίλειος Βεκια­ρέλης, δημοσιογράφος της Νέας Ημέρας που υπέγραφε ως «Βεκ.», ήταν ιδιαίτερα επικριτικός με το καστ εκτιμώντας λανθασμένα ότι οι ηθοποιοί της ταινίας, που ομολογουμένως δεν ανήκαν στα μεγαλύτερα ονόματα του θεάτρου, δεν διέθεταν εμπειρία:
«Δεν γνωρίζω ποίος είνε ο επιχειρηματίας, δεν αμφιβάλλω εν τούτοις ούδ’ επί στιγμήν διά τας αγαθάς του προθέσεις. Εάν όμως είνε ακριβείς αι πληροφορίαι τας οποίας μου έδωκαν, φαίνεται ότι ο άνθρωπος είνε γνήσιος Νεοέλλην φρονών - όπως φρονεί έκαστος εξ ημών - ότι είνε ικανός να κάμη κάθ’ είδους εργασίαν, μη εξαιρουμένης ουδέ της συγγραφής της υποθέσεως ταινίας κινηματο­γράφου και της σχετικής σκηνοθεσίας... Μία Μαρίκα Κοτοπούλη π.χ. αν εδέχετο να συμπράξη εις τοιούτου είδους παράστασιν θα καθίστα τας ταινίας εις τας οποίας θα έπαιζε πολυτιμοτέρας από όλας τας ταινίας των διαφόρων Νίλσεν και Πόρτεν...».

Ήταν μια βιαστική και άδικη κριτική, καθώς στην ταινία δε συμμετείχαν άπειροι ηθοποιοί, άλλα όλοι είχαν «διδάξη ήδη το έργον του Περεσιάδου», όπως η ίδια εφημερίδα θα διόρθωνε την επόμενη κιόλας μέρα. Μάλιστα, η πρωταγωνίστρια, Βιργινία Διαμάντη, είχε πρόσφατα ενσαρκώσει την Γκόλφω στο θεατρικό σανίδι.
Το κόστος της κινηματογραφικής «Γκόλφως» εκτιμήθηκε σε 25 χιλιάδες δραχμές περίπου. Στούντιο δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή κι έτσι όλα τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν σε φυσικά τοπία: Χελμός, Ελευσίνα, το δάσος του Ευταξία στην Κόρινθο, ο Πύργος της Βασιλίσσης κλπ.

Η διασκευή του θεατρικού έργου έγινε από άτομο ειδικά μετακληθέντα από την Ευρώπη. Άλλωστε, σκοπός ήταν η προβολή της ταινίας και στο εξωτερικό, γι’ αυτό επί της οθόνης υπήρχαν επιγραφές στα ελληνικά και τα γαλλικά. Οπερατέρ ήταν ο Φίλιππο Μαρτέλλι, ο οποίος στα τέλη του 1913 εμφανιζόταν να διατηρεί επιχείρηση κινηματογραφικών θεαμάτων στη Μασσαλία μαζί με τον αδερφό του, Πίο. Όμως, ποιος ήταν ο σκηνοθέτης;

Ο Μιλτιάδης Λιδωρίκης, ο οποίος παρευρέθηκε σε μια δο­κιμαστική προβολή της ταινίας για τους ανθρώπους των γραμμάτων και δημοσιογράφους τον Ιούλιο του 1914, προσέδωσε την ιδιότητα αυτή στο Νίκο Κουκούλα, με τον οποίο είχε μια σύντομη συνομιλία, βάσει της οποίας συμπέρανε ότι ο «σκηνοθέτης» φαινόταν «κάτοχος της τέχνης και των απαιτήσεων του κινηματογράφου».

Ο Λιδωρίκης έγραψε τότε και το πρώτο κριτικό σημείωμα για την ταινία, πολύ πριν αυτή προβληθεί επίσημα στο κοινό. Παρά την αρχική επιφυλακτικότητά του, όταν έλαβε τη σχετική πρόσκληση, ο Λιδωρίκης ανα­γνώριζε ότι οι εντυπώσεις του άλλαξαν τελικά και επαινούσε την κινηματογραφική εταιρία, η οποία παρου­σίασε μια ταινία 1500 μέτρων με διάρκεια άνω της μιας ώρας, χωρίς τις πομπώδεις διαφημίσεις προηγούμε­νων αποπειρών που ουδέποτε υλοποιήθηκαν. Ειδικά για τη Βιργινία Διαμάντη έγραψε ότι υπήρχαν στιγμές που απέδιδε «την ιδιοφυίαν της τέχνης της κινηματογραφικής υποκρίσεως», ενώ και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές απέδωσαν «ό,τι χρειάζεται διά την καλήν κινηματο­γραφικήν αναπαράστασιν». «Επιτυχεστάτη» έκρινε ο Λιδωρίκης τη δουλειά και του Κουκούλα.

ΠΡΟΒΟΛΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ
«Αφού η κινηματογράφησις της «Γκόλφως» γενομένη διά τόσον εξόδων και δαπα­νών επέτυχε, διατί δεν δίδεται εις το δημόσιον να την απολαύση ο κόσμος;» αναρωτιόταν συντάκτης του Έθνους τον Ιούλιο του 1914. Άλλωστε, πολλοί προσδοκούσαν ότι μετά την ταινία θ’ άνοιγε ο δρόμος για την ανάπτυξη μιας εξαγώγιμης, κινηματογραφικής βιομηχανίας. «Η επιχείρησις είνε ασφαλε­στάτη. [Οι εταιρίες] έχουν εις την διάθεσίν των να κινηματογραφήσουν αρχαία και χωρικά έργα, δεν έχουν ανάγκην να δημιουργήσουν ναούς αρχαίους και θέατρα» εκτιμούσε συντάκτης της Πατρίδος, που αφελώς πί­στευε ότι οι ξένοι «θα ακριβαγοράσουν τας ταινίας της Ελληνικής τέχνης».

Τελικά, η ταινία προβλήθηκε πρώτα στην Αίγυπτο τον Αύγουστο του 1914 μαζί με τα ελληνικά ζουρνάλ «Οι Ηνωμένοι Στόλοι της εγακρδίου συνεννοήσεως εις τα Ελληνικά ύδατα» (ή « Ο αγγλογαλλικός στόλος στο Φάληρο»), «Οι Έλληνες πρόσκοποι υπηρετούντες την πατρίδα» και «Περί την Κρέσναν», για τα οποία δεν διευκρινίζεται αν ήταν όντως ταινίες της «Αθήνης Φιλμ» ή αν η εταιρία είχε απλά εξασφαλίσει τα δικαιώματα διανομής. 

Αυτές ήταν οι ημερομηνίες προβολής της «Γκόλφως» στην Αίγυπτο (σε παρένθεση οι ημερομηνίες με το νέο ημερολόγιο, που ίσχυε στην Αίγυπτο· οι δε ελληνικές εφημερίδες της χώρας το ανέφεραν μαζί με το παλιό):
Αλεξάνδρεια:         κιν/φος «Ίρις»              06-09(/19-22).08.1914 και μία εξτρά προβολή στις 15(/28).08.1914
Κάιρο:                     κιν/φος «Πατέ»           19-24.08(/31.08-06.09).1914
                                   κιν/φος «Βιολέ»          02-07(/15-20).09.1914
Ζαγιαζίκ:                 κιν/φος «Μπελ-Βυ»   στις 15(/28).09.1914

Οι πρώτες διαφημίσεις περιορίζονταν στην επιφάνεια: «Γραφικά τοπεία, ρωμαντικά δάση, αρχαιότητες περισπούδαστοι και εθνικαί ενδυμασίαι στολίζουσι την σκηνοθεσίαν του [έργου] και μελετημένοι ηθοποιοί διδάσκουν εν υπαίθρω επί των Αρσανείων Ορέων της βουνοσειράς των Καλαβρύτων, όπου κατοικεί ο ευγενής και υπερήφανος λαός των ποιμένων της Νοτίου Ελλάδος».
Η εφημερίδα Ομόνοια της Αλεξάνδρειας ασχολήθηκε με τις ερμηνείες των ηθοποιών. Η Βιργινία Διαμάντη πρόδιδε στιγμές «εξόχου» ταλέντου, ο Βαρβέρης ως Τάσος εμφανιζόταν «αληθής τύπος αρειμανίου ορεινού Έλληνος», ενώ οι παλαίμαχοι ηθοποιοι Λαζαρίδης, Πεταλάς και Κουρής «επέδειξαν τέχνην απαράμιλλον».

«Το ωραίον ειδύλλιον, με την ιδίαν μουσικήν του σύνθεσιν, ήτο αληθής απόλαυσις ακοής και οράσεως» σχολίαζε και η αδερφική εφημερίδα Ταχυδρόμος, ενώ την εκτίμηση ότι η κινηματογραφική «Γκόλφω» κέρδιζε σε μεγαλοπρέπεια «περισσότερον αφ’ ό,τι παίζεται επί σκηνής, διότι ακριβώς το δράμα εκτυλίσσεται εις τοπεία φυσικά, μαγευτικότατα» υποστήριζε το καϊρινό Φως.

«Μεγάλη επιτυχία» είχαν οι προβολές των ελληνικών ταινιών («Γκόλφω» και ζουρνάλ) στο Ζαγιαζίκ, σύμφωνα με την ελληνόφωνη εφημερίδα Αίγυπτος, που είχε και κάποιες μικρές παρατηρήσεις: «Μόνον το φως ήτο σκοτεινόν ολίγον αλλά το έργον ως εκτέλεσις καλλιτεχνική είνε επιτυχημένον». Εκείνοι που δεν έμειναν ικανοποιημένοι, ήταν οι Άραβες Αιγύπτιοι, οι οποίοι δεν καταλάβαιναν τις ελληνικές επιγραφές. Έτσι, κάθε φορά που έβλεπαν τα ίδια πρόσωπα στην οθόνη χωρίς να κατανοούν τι συνέβαινε «ηγανάκτουν και ηλάλαζαν».
Οι προβολές της ταινίας για το αθηναϊκό κοινό ξεκίνησαν στο «Πάνθεον» από τις 22 Ιανουαρίου 1915 μαζί με πέντε ζουρνάλ των οίκων Αθήνη, Λεόνς και Λέστερ. Το προηγούμενο βράδυ πραγματοποιήθηκε ειδική προβολή για καλλιτέχνες και δημο­σιογράφους με την παρουσία του πρίγκιπα Νικόλαου, του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, αλλά και ενός ξεχωριστού θεατή, ο οποίος όμως δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τη δράση επί της οθόνης, του τυφλού συγγραφέα της θεατρικής «Γκόλφως», Σπυρίδωνα Περεσιάδη. Εξάλλου, ιδιωτική προβολή της ταινίας με μοναδικό θεατή το βασιλιά Κωνσταντίνο πραγματοποιήθηκε στα ανάκτορα στις 20 Ιανουαρίου.

Διθυραμβικές ήταν οι διαφημιστικές καταχωρήσεις του «Πάνθεον» στις εφημερίδες. Στις 25 Ιανουαρίου, στις στήλες των εφημερίδων με τα προγράμματα των δημοσίων θεαμάτων διάβαζε κανείς: 
«Το θέατρον Πάνθεον, η ωραιοτέρα κινηματογραφική αίθουσα των Αθηνών, έγινε το σημείον της συγκεντρώσεως του Αθηναϊκού κοινού. Συχνάκις το ταμείον κλείει τας θυρίδας του. Τόσος είνε ο συνωστισμός. Και το κοινόν έχει δίκαιον. Η Ελληνική τέχνη θριαμβεύει από προχθές εις την κυα­νόλευκον αίθουσαν. Δίδεται η «Γκόλφω», το γλυκύτατον ειδύλλιον του ποιητού της Ελληνικής ψυ­χής Περεσιάδου. Η φουστανέλλα, η ποίησις των Ελληνικών βουνών, τα αγνά ήθη και έθιμα του υπε­ρηφάνου λαού επί της οθόνης...»

Και στις 27 Ιανουαρίου, προτελευταία μέρα προβολής της «Γκόλφως»:
«Η ταινία η οποία εμάγευσε το αθηναϊκόν κοινόν, η περιπαθής βοσκοπούλα «Γκόλφω», η ται­νία του έρωτος και της εξαγνίσεως της απιστίας, επρόκειτο να αποσταλή εις τας επαρχίας όπου επι­μόνως εζητείτο. Η διεύθυνσις όμως του Πανθέου κατά γενικήν απαίτησιν του κοινού απεφάσισε να την κρατήση εις Αθήνας σήμερον και αύριον διά να την ιδούν όσοι ακόμη δεν επρόφθασαν να απο­λαύσουν το αριστούργημα της Ελληνικής ειδυλλιακής ποιήσεως, το έργον του κ. Περεσιάδου».

Στη συνέχεια, η ταινία μεταφέρθηκε για τρεις μέρες στα «Ολύμπια» του Πειραιά, ενώ ύστερα από μια περιοδεία στην επαρχία (π.χ. 18 και 19 Φεβρουαρίου στο «Πολυθέαμα-Πατέ» της Πάτρας), επανήλθε στο «Πάνθεον» την πρωτομαγιά για λίγες ακόμη προβολές.

Στη Θεσσαλονίκη, η «Γκόλφω» προβλήθηκε στον κινηματογράφο «Πατέ» από τις 27 Μαρτίου 1915 με υπότιτλο «Τραγωδία έρωτος». Η διαφήμιση στις εφημερίδες της πόλης περιέγραφε ένα «Ελληνικόν ειδύλλιον σύγχρονον εις 3 πράξεις, ασυγκρίτου ωραιότητος και χάριτος», ενώ συ­μπληρωνόταν από μια αόριστη αναφορά Γάλλου συγγραφέα ότι «Οι Έλληνες έχουν το μιμητικόν αίσθημα εντός του αίματός των»! Δεν ήταν η ιδανικότερη διαφήμιση μιας ταινίας, η οποία πάντως αναμφίβολα τραβούσε εκ προοιμίου το ενδιαφέρον του κοινού ως η πρώτη ελληνική.
Από τις 6 Ιανουαρίου 1916 και για λίγες μέρες η «Γκόλφω» προβλήθηκε στον κινηματογράφο «Κυβέλης», ενώ μέσα στο μήνα η ταινία ταξίδεψε μέχρι το Ηράκλειο της Κρήτης (στο «Πολυθέαμα»). Προβολή της «Γκόλφως» διαφήμιζε ο αθηναϊκός κινηματογράφος «Κεντρικόν» στις 13 Φεβρουαρίου 1923, κάτι που ωστόσο αντικρούει τον ισχυρισμό του Μπαχατώρη ότι τα φιλμ της ταινίας καταστράφηκαν στα Νοεμβριανά του 1916.

Φαίνεται ότι η «Γκόλφω» προβλήθηκε και στο Παρί­σι και μάλιστα ήταν «ζωηρόν το ενδιαφέρον» του γαλλικού κοινού. Με επιφυλακτικότητα, πάντως, θα πρέπει να προ­σεγγίσουμε δημοσιεύματα γαλλικών εφημερίδων τον Ιούνιο του 1934, που ανήγγειλαν προ­βολή της «Γκόλφως» στα πλαίσια εκδήλωσης για τη συγκέντρωση χρημάτων, με σκοπό την αγορά αερο­σκάφους που θα εκτελούσε τη διαδρομή Παρίσι-Νέα Υόρκη και Νέα Υόρκη-Αθήνα.

Οι αθηναϊκές εφημερίδες σχολίασαν θετικά την ταινία. Χωρίς να υποβαθμίζονται τα όποια τεχνικά προβλήματα (π.χ. ως προς την καθαρότητα της εικόνας λόγω λάθος φωτισμού), αυτά δικαιολογήθηκαν ως αναμενόμενα, εφόσον επρόκειτο για την πρώτη προσπάθεια.

Ο «Βεκ.» της Νέας Ημέρας, που τον είδαμε να γκρινιάζει από την αρχή των γυρισμάτων, έκανε στρο­φή 180 μοιρών και τα έβαζε με ορισμένους κριτικούς των εφημερίδων, οι οποίοι «εκ συστήματος μεμψίμοι­ροι, εύρον ότι το έργο όπως εκινηματογραφήθη έχει ατελείας»! Κατενθουσιασμένος έγραφε:
«Το περιβάλλον εις το οποίον επαίχθη είνε ποιητικώτατον. Δίδει ιδέαν του ελληνικού δάσους, του ελληνικού βουνού, της ελληνικής φύσεως. Πόσον διέφερε το δάσος της «Γκόλφως» από τα δάση που βλέπομεν εις τα ευρωπαϊκά έργα. Αντί του σκότους το φως, αντί της μελαγχολίας η χαρά. Και τα σπίτια, η βρυσούλα του χωριού, και η φουστανέλλα και ο παππάς ακόμη που παρουσιάσθη δύο φο­ράς - μίαν εις τον γάμον και μίαν εις την κηδείαν - όλα αυτά, σκηνοθετημένα με όλην την δυνατήν τε­λειότητα, έκαμαν να παρουσιασθή επάνω εις την οθόνην ένα κινηματόδραμα ευγενικόν, ελκυστικόν, φωτεινόν, που μολονότι είχε θανάτους και φέρετρα, και κυπαρίσσια και μνήματα δεν προεκάλεσε καμμίαν αποτροπίασιν αλλά μόνον συγκίνησιν βαθείαν».

Για τον Βεκ., μόνο αρνητικό ήταν ότι οι ηθοποιοί έπαιξαν μεν «καλά», όχι όμως όπως οι Ευ­ρωπαίοι συνάδελφοί τους, «οι οποίοι προφέρουν τας λέξεις με τόσην εκφραστικότητα ώστε ν’ αποτυπώνωνται εις την εντέλειαν αι κινήσεις των χειλέων των», καταλήγοντας ότι «η Λήδα Μπορέλλι της Ελλάδος δεν έπαι­ξεν ακόμη εις τον Κινηματογράφον».
Σε μία «καλή αρχή, αξία πάσης υποστηρίξεως» αναφέρθηκε η Εστία, παρότι «τα μέσα λείπουν ακόμη διά την πλουσίαν και τεχνικωτέραν κινηματογραφικήν σύνθεσιν Ελληνικών έργων», ενώ για μια «πρώτης τάξε­ως» έμπνευση έκανε λόγο το Εμπρός εκτιμώντας ότι οι ηθοποιοί «εθαυματούργησαν» αν και αυτοδίδακτοι στην ιδιαίτερη τεχνική του κινηματογράφου.

 «Υπάρχει αρκετή διαφορά του παίζειν έργο από σκηνής και άλλο διά κινηματογράφου» αναγνώρισε το Σκριπ, που εντόπισε «αρκετά σφάλματα» στο φωτισμό και στην καθαρότητα της εικόνας. Ωστόσο εκτιμού­σε ότι η Διαμάντη έπαιξε με «άριστη ευσυνειδησία όσο το δυνατόν καλύτερα» παρουσιάζοντας «κάτι αξιέπαινο», ενώ ως «αρκετά επιτυχής» αξιολογήθηκε η ερμηνεία του Βαρβέρη.

«Οι αμέτρητοι θαμώνες των διεθνών κινηματογράφων, οι μέχρι κόρου καθ’ εκάστην βλέποντες τα αστυνο­μικά λεγόμενα δράματα και τας χαλιμαϊκάς ως επί το πλείστον κακουργίας των διεθνών απάχηδων και τας στερεοτύπους σκηνάς των διαφόρων Μαξ μετ’ ιδιαιτέρας ευχαριστήσεως παρηκολούθουν τας σκηνάς του δη­μοφιλούς ελληνικού έργου, διερμηνευομένου υπό δοκίμων Ελλήνων ηθοποιών [..] και ησθάνοντο συγκινή­σεις, οίας και κατά την από σκηνής διδασκαλίαν του ποιητικού έργου του κ. Περεσιάδου του μόνου εκ των θεα­τρικών συγγραφέων γράφοντος εις ζωντανήν δημοτικήν γλώσσαν τοιαύτα έργα» σχολίαζε η ίδια εφημερίδα σε άλλο άρθρο, ενώ παραινούσε τους επιχειρηματίες «όπως προβώσιν και εις άλλα ελληνικής υποθέσεως, ως και εις επίδειξιν τοπείων και καλλονών της ελληνικής φύσεως ας και οι πολλοί των Ελλήνων αγνο­ούσι και οι ξένοι. Ταινίαι δε τοιαύται εκτός της ευχαριστήσεως, ην παρέχουν εις τους θεατάς οιασδήποτε εθνι­κότητος, χρησιμεύουν και ως διαφημίσεις, δι’ ας άλλα έθνη και κράτη δαπανώσιν αφειδώς».

Η Νέα Ελλάς διαπίστωνε ότι «όλοι έμειναν ενθουσιασμένοι. Διότι ουδέποτε εφαντάζοντο ότι θα επετύγχα­νον τόσον εις Κινηματογραφικήν αναπαράστασιν, ηθοποιοί, άπειροι του εγχειρήματος, πρώτην φοράν ανα­λαμβάνοντες να παίξουν «κινηματογραφικώς» και μάλιστα ηθοποιοί όχι βέβαια εκ των κορυφαίων μας», ενώ στην επιτυχία «συνέτεινε κατά πολύ και η έκτακτος καθαρότης της ταινίας».

Ο συντάκτης του Έθνους πανηγύριζε, διότι «πρώτην φοράν εις τας Αθήνας, απλώθηκεν η φουστανέλλα επάνω εις την οθόνην, όπου έχουν πλέον αποκτήση δικαίωμα ιθαγενείας, αι κοινοτοπίαι των αστυνομικών και δακρυβρέκτων δραμάτων», αναγνωρίζοντας ωστόσο ότι οι θεατές, «οι συνειθισμένοι εις την υπερβόρειον ψυχολογίαν και εις την υπερατλαντικήν αισθηματολογίαν θα εύρουν ίσως αρκετά να ψέξουν εις το πρώτον ελληνικόν κινηματόδραμα».

Σε δεύτερο άρθρο του, αξιολογούσε την ελληνική ταινία ως «επιτυχή, όχι μόνον σχετικώς, αλλά ειμπορούμεν να είπωμεν, και απολύτως», εκτιμώντας ότι η «Γκόλφω» θα μπορούσε να κάνει διεθνή κα­ριέρα, ενώ εξέφρασε την ελπίδα, που δυστυχώς δεν θα επαληθευόταν, ότι «μετ' ολίγον αι ελληνικαί ταινίαι θα έχουν μεγάλην ζήτησιν εις την Ευρώπην και ότι θα γίνουν και άλλαι πολλαί, με ακόμη καλλίτερα έργα, με καλλιτέρους ηθοποιούς και εν γένει με πλέον επιμελημένην εκτέλεσιν».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου