«Η Τσιγγάνα της Αθήνας»: Η πρώτη ελληνική ταινία, που προβλήθηκε μόνο στο εξωτερικό

Το Μάιο του 1922, ύστερα από νέα απουσία στο εξωτερικό, ο Μαδράς επέστρεψε ως «αντιπρόσωπος κινηματογραφικού οίκου της Βιέν­νης» απευθύνοντας ανοιχτή πρόσκληση συμμετοχής στα γυρίσματα μιας ταινίας, που θα σκηνοθετούσε ο ίδιος. Οι ενδιαφερόμενοι, ερασιτέχνες ηθοποιοί θα έπρεπε ν' απευθυνθούν στα γραφεία κάποιας «Πάλλας Φιλμ» επί της οδού Πανεπιστημίου με προοπτική να προσλαμβάνονταν από ξένους κινηματογραφικούς οίκους. Αυτοί μάλλον αγνοούσαν ακόμα και την ύπαρξη του Μαδρά, ο οποίος ωστόσο κατά το παρελθόν είχε συμμετάσχει σε τουλάχιστον μία γαλλική ταινία, που στην Ελλάδα προβλήθηκε με τον τίτλο «Νευρόσπαστα»!

Η ταινία, που θα γύριζε ο Μαδράς το Μάιο του 1922, ήταν η «Τσιγγάνα της Αθήνας» και είχε μια αλλοπρόσαλλη υπόθεση: Μια ιδιότροπη Αμερικάνα από το Σικάγο επισκέπτεται με τον πατέρα της τα αρχαία της Αθήνας. Μαγεύεται τόσο, ώστε θέλει να παντρευτεί οπωσδήποτε Έλληνα. Ξαφνικά όμως η Αμερικάνα γίνε­ται τσιγγάνα και πεθαίνει για ένα χαμένο έρωτα με τον αρχιτσιγγάνο Γιαρ, τον οποίο υποδυόταν ο Μαδράς.

Τα γυρίσματα άρχισαν άμεσα. Σε δημοσίευμα της εφημερίδας Αθήναι διαβάζουμε πως η «διάσημος χορεύτρια Φαρίντα» και ένα πλήθος «εκλεκτών ηθοποιών ξένων και ημετέρων» ξεδίπλωσαν το ταλέντο τους στην Ακρόπολη και στο Βασιλικό κήπο. Η εφημερίδα αναφερόταν στη νέα μούσα και σύντροφο του Μαδρά, πλην όμως άγνωστη χορεύτρια, Φρί­ντα Πουπελίνα, που είχε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Στη 1 Οκτωβρίου 1922 πραγματοποιήθηκε δοκιμαστική προβολή της ταινίας στο «Αττικόν» υπό τον τίτλο «Ο βράχος του θανάτου». Όμως το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό και δεν υπήρξε συνέχεια. Και πώς οι επιχειρηματίες να μην απέρριπταν την ταινία, όταν σε μια σκηνή, όπου ο πρωταγωνιστής βημάτιζε θυμωμένος στο γραφείο του, ο οπερατέρ Μαδράς δεν είχε ανεβάσει σωστά το φακό, ώστε φαίνονταν απλά δυο πόδια χωρίς κεφάλι!

Τελικά, η «Τσιγγάνα της Αθήνας» προβλήθηκε μόνο στους Έλληνες των ΗΠΑ. Η πρώτη προβολή πραγματοποιήθηκε στο «Times Square Theatre» του Μπρόντγουεϊ στις 20 Απρι­λίου 1924, όπου διαφημίστηκε ως μια «ταινία παρμένη γύρω από την Ακρόπολι και μέσα στη σημερινή ζωή των Αθηνών».

Όμως η πεντάπρακτη ταινία προβλήθηκε λογοκριμένη. Η αρμόδια επιτροπή της πολι­τείας της Νέας Υόρκης ζήτησε να κοπούν: α) η ανάδυση της Αφροδίτης από τη θάλασσα στην πρώτη πράξη του φιλμ, β) η κλοπή κολιέ από μια κοπέλα που βρισκόταν αναίσθητη στο εσωτερικό αυτοκινήτου, γ) η πτώση κοπέλας από γκρεμό, δ) δυο πλάνα από το χορό της κοιλιάς και ε) τα κοντινά πλάνα ενός χορού πάνω σε βράχο. Η επιτροπή έκρινε τις σκηνές «απρεπείς» ή ότι «ωθούσαν στην πρόκληση εγκλήματος».

Στη Νέα Υόρκη, οι προβολές της «Τσιγγάνας» έγιναν με τη συνοδεία ορχήστρας 20 οργάνων υπό τη διεύθυνση του Λουκιανού Καββαδία, ενώ ο βαρύτονος Βελγαρίνο τραγούδησε το ερω­τικό τραγούδι του τσιγγάνου Γιαρ. Νωρίτερα προβλήθηκαν τέσσερα ζουρνάλ της «Ajax Film Company» του Μαδρά: «Η παρασημοφορία των Αμερικανών», «Η τραγική έξοδος των προσφύ­γων», «Η καταστροφή της Σμύρνης» και «Ανταλλαγή των αιχμαλώτων».

Εξάλλου, μετά το τέλος της απογευματινής παράστασης η Πουπελίνα ερμήνευσε σε... αρχαία ελληνικά μια σκηνή από την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, ενώ μετά τη βραδινή παράσταση ήταν η σειρά του Μαδρά να δώσει ρεσι­τάλ ερμηνεύοντας από την «Ορέστεια» του Αισχύλου τη σκηνή της καταδίωξης του Ορέστη από τις Ερινύες. Το πρόγραμμα περιελάμβανε επίσης χορό Καρακατσάνηδων ντυμένων με φουστανέλες, ενώ περίοπτη θέση είχε ο «Θάνατος του Κύκνου», ένα εξαιρετικά περίεργο, άτεχνο και στατικό χορευτικό, που αναπαρα­στάθηκε από την Πουπελίνα τόσο κινηματογραφικά όσο και ζωντανά για το κοινό της αίθουσας.

Ακολούθησε σειρά προβολών της «Τσιγγάνας» και των ζουρνάλ σε διάφορες ελληνικές κοινότητες της Αμερικής: τέλη Μαΐου στο Μπρίτζπορτ του Κονέκτικατ και στο Πρόβιντενς του Ρόουντ Άιλαντ· τον Ιούνιο στη Βοστόνη και στο Λόουελ της Μασαχουσέτης. Τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο, οι ταινίες προβλήθηκαν και στο Σικάγο.

Έλληνας κάτοικος του Μπρίτζπορτ στο Κονέκτικατ εξέφρασε «μεγάλη ευγνωμοσύνη» στον Μαδρά, γιατί με την «Τσιγγάνα» οι θεατές μεταφέρθηκαν «στην αρχαία εποχή της δόξης και του μεγαλείου της Ελλάδος», ενώ νοστάλγησαν «τον Ελλη­νικόν ουρανόν και την απλότητα της Ελληνικής ζωής».

Συντάκτης του Εθνικού Κήρυκα δήλωνε ευχαριστημένος από την προβολή αρχαίων μνημείων και εικόνων της σύγχρονης Αθήνας, αν και «η υπόθεσις και το ιδεώδες του έργου ήτο κάπως πέραν των σημερινών αντιλήψεων, και υπέρ το δέον ανθρωπιστικόν διά τους συγχρόνους κοινωνικούς θεσμούς». Θετικά σχολίαζε το περίεργο μο­ντάζ των ζουρνάλ, καθώς τη συγκίνηση από το δράμα της μικρασιατικής τραγωδίας διαδέχονταν εικόνες  από... χορούς:

«Αν ο κ. Μαδράς εστερείτο καλλιτεχνικής και ψυχολογικής αντιλή­ψεως, η όλη ταινία θα ήτο δυσάρεστος, πολύ δυσάρεστος παράστασις. Έβλεπε κανείς διηνεκώς εξελισσομένην την εικόνα της Μικρασιατικής τραγωδίας, την ερήμωσιν, την πυρκαϊάν, τα ράκη, την πείναν, τους ακρωτηριασμούς, μίαν ζωντανήν, ίσως περισσότερον ζωντανήν, παρ' όσον θα ηνείχετο μία Ελληνική ψυχή, εικόνα, αλλ' είχε την έμπνευσιν ο κ. Μαδράς εις το σημείον, ότε η λύπη, η αγωνία εκορυφούτο, να παρου­σιάζη τας εορτάς του Ερυθρού Σταυρού, τους Καρακατσάνηδες, και ταυ­τοχρόνως να εξέρχηται εις την σκηνήν ημίσεια δωδεκάς φουστανελλο­φόρων να χορεύουν τον Καλαματιανόν».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου