«Αυτή είναι η ζωή»/ «Such Is Life»: Η πρώτη ομιλούσα μεγάλου μήκους

Το 1931 έκλεισε με την προβολή μιας ελληνικά ομιλούσας ταινίας μεγάλου μήκους made in USA με τίτλο «Αυτή είναι η ζωή» («Such Is Life» στα αγγλικά), παραγωγή της «Hellenic Cinema Corporation New York», που το 1930 είχε παρουσιάσει μια επεξεργασμένη έκδοση του «Προμηθέα Δεσμώτη» (από την κινηματογράφηση των Δελφικών Γιορτών) για τις ανάγκες διάλεξης της «Μις Ευρώπη» Αλίκης Διπλαράκου κατά την περιοδεία της στις ΗΠΑ. Τα γραφεία της εταιρίας βρίσκονταν στο κτίριο της Κράισλερ στη Νέα Υόρκη. Ο Αντώνης Δάνας (ή Anthony J Danas) ήταν πρόεδρος και χρηματοδότης, ενώ ως εμπνευστής της «Hellenic Cinema Corporation» εμφανιζόταν ο Νίκος Χριστοδούλου.

Οι διαφημίσεις στον ομογενειακό τύπο έκαναν λόγο για ένα φιλμ εννέα πράξεων, διάρκειας δυόμιση ωρών (αλλά μόλις 115΄ σύμφωνα με τους καταλόγους του Motion Picture Herald), μήκους 12.000 ποδών (ή 3650 μ.) και κόστος παραγωγής που υπολογιζόταν σε 6 εκατομμύρια δολάρια.

Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Τζέιμς Βίνσεντ. Το σενάριο έγραψε ο Ορφέας Καραβίας (όπως και στη «Γροθιά του Σακάτη»), ενώ τη μουσική συνέθεσε ο Δ. Ζάττας, σταθερός συνεργάτης του Καραβία στο μουσικοδραματικό θίασο «Ελληνικόν Θέατρον» της ομογένειας. Οι τίτλοι τριών από τα τραγούδια της ταινίας: «Το τραγούδι των φοιτητών», «Το τραγούδι της Γιολάντας» και «Το τραγούδι του Καμπαρέ». Η ηχογράφησή τους έγινε από την Powers Cinephone στα Recording Laboratories of America.

Η ιστορία της ταινίας εξελισσόταν ως εξής:
Σ’ ένα πανεπιστήμιο των Αθηνών, οι φοιτητές περιμένουν το διάσημο καθηγητή Ανδρέα Χολμς, ο οποίος θα παρουσιάσει την τελευταία του επιστημονική ανακάλυψη, την ικανότητα ν’ αναστήσει μια νεκρή ανθρώπινη καρδιά. Ωστόσο, όταν ο Ανδρέας εισέρχεται στο αμφιθέατρο και μετακινεί το σεντόνι από το πτώμα, χάνει την αυτοκυριαρχία του και ξεσπάει σε κλάματα, διότι αναγνώρισε το άψυχο πτώμα της πρώην αγαπημένης του, Γιολάντας. Καθώς ο Ανδρέας παρακολουθεί με δυσπιστία, το πτώμα της Γιολάντας αρχίζει να μιλάει και μεταμορφώνεται σε σκελετό. Σοκαρισμένοι από την περίεργη συμπεριφορά του Ανδρέα, οι φοιτητές παρακολουθούν με δυσπιστία, ενώ ο καθηγητής θυμάται τις ευτυχισμένες μέρες της σχέσης του με τη Γιολάντα.
Η Γιολάντα και ο Ανδρέας κυλιούνται στο χορτάρι μπροστά από ένα ερειπωμένο μοναστήρι κι εκείνη σοκάρεται από το πάθος του φιλιού του. Ο Πίνδαρος, ένα αλκοολικό μέλος του συμβουλίου του πανεπιστημίου που κάνει παρέα με τους φοιτητές, τους φωνάζει να έρθουν στην ταβέρνα, όπου τους περιμένουν οι φίλοι τους. Εκεί, η Γιολάντα τραγουδά για την άστατη φύση των ανδρών και στη συνέχεια εξομολογείται στον Ανδρέα ότι φοβάται την αγάπη της για εκείνον.
Ο Ανδρέας ήταν ένας απλός φοιτητής από την επαρχία, που εκτελούσε διάφορα πειράματα σε κουνέλια και σκύλους, ελπίζοντας ν' ανακαλύψει τον τρόπο αναβίωσης της καρδιάς, ώστε να τον εφαρμόσει και στους ανθρώπους και να γίνει κάποια μέρα διάσημος.
Στο σπίτι της Γιολάντας, η σκληρά εργαζόμενη μητέρα της και ο θείος της, Βαγγέλης, διαφωνούν για τα χρήματα που θα χρειαστεί η Γιολάντα, προκειμένου να ολοκληρώσει τις σπουδές της. Ο Βαγγέλης πιστεύει ότι η Γιολάντα σπαταλά το χρόνο της στο πανεπιστήμιο και ότι θα έπρεπε να έρθει να εργαστεί στο καφέ-αμάν του. Όμως η μητέρα της πιστεύει ότι μια τέτοια δουλειά θα μιάνει τη φήμη της κόρης της και θα την εμποδίσει να γίνει μια αξιοσέβαστη σύζυγος ή γιατρός. Η κοπέλα φτάνει στο σπίτι και, βλέποντας την καταταραγμένη μητέρα της, ισχυρίζεται ότι δεν χρειάζεται τα χρήματα του Βαγγέλη.
Απευθύνεται σε μουσικό μάνατζερ δοκιμάζοντας να πουλήσει κάποια τραγούδια που έγραψε η ίδια, για να συγκεντρώσει τα 500 δολάρια που χρειάζονται για τα δίδακτρα. Ο μάνατζερ της λέει ότι η αγορά είναι «τρελή για την τζαζ» και στην αποκαρδιωμένη Γιολάντα προσφέρει μια εξευτελιστική αμοιβή για τα τραγούδια της.
Την ημέρα της εγγραφής στο πανεπιστήμιο, ο Πίνδαρος πείθει τον απένταρο Ανδρέα να εγκαταλείψει τα επιστημονικά του πειράματα και να πιάσει δουλειά σε μια τοπική κλινική. Όταν ανακαλύπτει τα σχέδια του Ανδρέα, η Γιολάντα επιμένει ότι εκείνη θα πληρώσει τα δίδακτρά του με λεφτά που της έστειλε ένας θείος από την Αμερική. Ζητάει δουλειά στο καφέ-αμάν του θείου της, ένα αχούρι που ονομάζεται ο «Οίκος του Παραδείσου». Εκεί θα παίζει πιάνο κάθε βράδυ από τις 9 μέχρι τις 2 τα ξημερώματα, ενώ δέχεται και μια προκαταβολή πεντακοσίων δολαρίων έναντι χιλίων που ζητούσε αρχικά. Θυσιάζοντας τη δική της μόρφωση, η Γιολάντα χρησιμοποιεί τα χρήματα για να εγγράψει τον Ανδρέα στο πανεπιστήμιο.
Την παραμονή του Χάλοουιν, ο Ανδρέας, που δεν γνώριζε για τη νέα δουλειά της Γιολάντας, προσπαθεί να μελετήσει, όμως μια παρέα φίλων εισβάλει στο δωμάτιό του και τον σύρουν στο καμπαρέ του Βαγγέλη. Τελικά, με γιορτινή διάθεση ο Ανδρέας ηγείται του γλεντιού και την ώρα που προσφέρει ποτά στους μουσικούς, βλέπει τη Γιολάντα στο πιάνο. Της φωνάζει ότι είναι ψεύτρα, καθώς κάθε βράδυ ισχυριζόταν ότι είχε πονοκεφάλους. Ο Ανδρέας φεύγει κι ο Βαγγέλης επιμένει να συνεχίσει η Γιολάντα να παίζει μουσική. Μετά το κλείσιμο, ενώ ο Βαγγέλης προσπαθεί να τη βιάσει, εκείνη του δίνει θανάσιμο χτύπημα στο κεφάλι μ’ ένα σφυρί. Σε μια ελληνική φυλακή, ο Πίνδαρος και ο Ανδρέας επισκέπτονται τη Γιολάντα και ο Ανδρέας, που τώρα τα κατάλαβε όλα, της εκφράζει την αγάπη του.
Πίσω στο εργαστήριο, ο Ανδρέας συνεχίζει ενθουσιασμένος τη δουλειά του στα κουφάρια γουρουνιών και αμελεί να επισκεφτεί τη Γιολάντα, η οποία υποφέρει από την καρδιά της. Όταν τελικά γίνεται διάσημος για τα πειράματά του στην αναγέννηση της ανθρώπινης ζωής, ο Ανδρέας δίνει μια διάλεξη παρόντος του προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας και στη συνέχεια συναντά έναν πλούσιο φιλάνθρωπο, τον κ. Τσαλίδη, ο οποίος του προσφέρει χρήματα για να διεξαγάγει τα πειράματά του και να ταξιδέψει στην Αμερική με τον ίδιο και την οικογένειά του. Στη φυλακή, ο Πίνδαρος λέει στη Γιολάντα ότι ο Ανδρέας δεν είναι πια ένας από αυτούς και ότι η αγάπη της για εκείνον θα έχει ως συνέπεια να θυσιάσει τον εαυτό της για την ευτυχία του.
Λίγο καιρό αργότερα, μετά την αθώωσή της και τη μετακόμιση σε άλλη πόλη, η Γιολάντα επιστρέφει στην πολυκατοικία, όπου κάποτε έζησαν με τον Ανδρέα. Ακούει τυχαία τον Πίνδαρο να λέει στη σπιτονοικοκυρά ότι ο Ανδρέας παντρεύτηκε την Ντόρις Τσαλίδη, κόρη του πλούσιου φιλάνθρωπου. Δέκα χρόνια μετά, όταν έμαθε ότι ο Ανδρέας επέστρεψε στην Ελλάδα, ο Πίνδαρος διαβάζει στην εφημερίδα για μια ετοιμοθάνατη γυναίκα αγνώστου ταυτότητας, η οποία δωρίζει το σώμα της στην επιστήμη. Καταλαβαίνει ότι η γυναίκα αυτή ήταν η Γιολάντα. Την επισκέπτεται και πιστεύει ότι μόνο η ειδίκευση του Ανδρέα μπορεί να τη σώσει. Ο Ανδρέας δεν φτάνει έγκαιρα και η Γιολάντα πεθαίνει ζητώντας να δει για τελευταία φορά τον πρώην αγαπημένο της.
Πίσω στο πανεπιστήμιο, στο σήμερα, ο Ανδρέας οδηγείται στο λόμπι σχεδόν λιπόθυμος. Συνέρχεται και φωνάζει ότι θα σώσει τη Γιολάντα. Ο Πίνδαρος, στωικός κι εξευγενισμένος από την αμείλικτη θέα του θανάτου, κοιτάζει το πτώμα της λέγοντας «Αυτή είναι η ζωή».

Συμμετείχαν αποκλειστικά Ελληνοαμερικανοί ηθοποιοί (περίπου 300), οι περισσότεροι των οποίων ήταν ερασιτέχνες. Μεταξύ αυτών οι:
Αριστείδης (Άρης) Λούκας ...........................
Ανδρέας Χόλμς
Ρίτα Κάρμη ....................................................
Γιολάντα
Γεράσιμος Κουρούκλης ................................
Πίνδαρος
Λάμπης Βασιλάκης .......................................
Βαγγέλης (Βάγγος)
Μύρτα Μυρόρα .............................................
μητέρα της Γιολάντας
Λουκιανός Καβαδίας ....................................
μουσικός μάνατζερ
Μάργκαρετ Καννέρη ....................................
σπιτονοικοκυρά (κυρά Φρόσω)
Άλεξ Αναστασιάδης ......................................
Τσαλίδης (ή Τσαρδής)
Κατίνα Θύμιου ..............................................
κυρία Τσαλίδη (ή Τσαρδή)
Παρασκευή Παπαδοπούλου (Λόλα Πάπας)
Ντόρις (Ντόρα)
Πέρσα Βλάχου ...............................................
χορεύτρια του καμπαρέ
Σκιαδάς ...........................................................
δικηγόρος Κλαρίδης
Σπύρος Καρέζος ............................................
φοιτητής
Αντ. Μαυρογιάννης .......................................
φοιτητής
Μπάμπης Χρήστου .......................................
φοιτητής
Ορφέας Καραβίας ..........................................
μαέστρος
Τρύφων Κλοτσώνης, Πόπη Αθανασίου, Μαίρη Κοτσάνη κλπ.

Οι δυο πρωταγωνιστές, Ρίτα Κάρμη και Άρης Λούκας, ήταν ερασιτέχνες με καταγωγή από τη Σπάρτη κι από την Κύπρο αντίστοιχα.
Η Ρίτα Κάρμη
Άρης Λούκας και Ρίτα Κάρμη

Άλλοι συντελεστές - πίσω από τις κάμερες - ήταν οι:
Nicholas Christy ..................
Γενικός διευθυντή παραγωγής
Anthony Koutikas …............
Βοηθός διευθυντής παραγωγής
Austin Huhan …...................
Βοηθός σκηνοθέτη
Arturo Alvarez .....................
Βοηθός σκηνοθέτη
Frank Zucker …....................
Οπερατέρ
Charles Harten ….................
Οπερατέρ
Frank Kirbey ........................
Φωτογραφία (Still Photographer)
Jess Smith ….........................
Στούντιο Μάνατζερ
James Hanley .......................
Ηλεκτρολόγος
James Dolan .........................
Βοηθός ηλεκτρολόγος
George L. Crapp ..................
Μηχανικός ήχου
Thronton B. Dewhirst ..........
Βοηθός μηχανικός ήχου
Alice Vincent …...................
Μοντάζ

ΠΡΟΒΟΛΕΣ

Η πρεμιέρα της ταινίας δόθηκε στο «Fifth Avenue Theatre» της Νέας Υόρκης στις 21 Φεβρουαρίου 1931 σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Οι προβολές συνεχίστηκαν για πολλές ημέρες, ενώ ακολούθησε περιοδεία σε αμερικανικές πόλεις με ελληνικό πληθυσμό, όπως στη Βοστόνη (Απρίλιος 1931· «Franklin Union Theatre» και «Casino Theatre»), στη Βαλτιμόρη (Οκτώβριος 1931· «Baltimore Theatre») κλπ. Τα επόμενα χρόνια έγινε σειρά επαναπροβολών, ενώ στα τέλη του 1937/αρχές 1938, η ταινία εμφανιζόταν και με τον τίτλο «Καινούρια ζωή».


Στην Ελλάδα, έκανε ταυτόχρονη πρεμιέρα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη: στους κινηματογράφους «Αττικόν» και «Κοτοπούλη» της πρωτεύουσας και «Ηλύσια» της συμπρωτεύουσας στις 16 Νοεμβρίου 1931.


Μεγάλη εμπορική επιτυχία σημείωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου 2.135 θεατές έσπευσαν στην πρεμιέρα της ταινίας, σύμφωνα με διαφήμιση που δημοσιεύτηκε στον τοπικό τύπο. Οι προβολές συνεχίστηκαν και για δεύτερη εβδομάδα, ενώ τα «Ηλύσια» διαφήμιζαν καθημερινά την κοσμοσυρροή, απολογούμενα για την αυξημένη τιμή των εισιτηρίων, που όμως «επεβλήθη παρ’ αυτού του ιδιοκτήτου της ταινίας, παρά την επιθυμίαν μας όπως διατηρήσωμεν την τιμήν των δρχ. 15».

Σε πολλές επαρχιακές το «Αυτή είναι η ζωή» αποτέλεσε την πρώτη ομιλούσα ελληνικά ταινία, που είδαν οι κάτοικοι (π.χ. στο Βόλο, κινηματογράφος «Αχίλλειον» από 24.03.1932), καθώς η «Γροθιά του Σακάτη» φαίνεται ότι δεν προβλήθηκε στην ελληνική επαρχία. Υπήρχαν βέβαια και πόλεις (όπως η Μυτιλήνη), όπου πρώτα πρόλαβε και προβλήθηκε ο «Αγαπητικός της βοσκοπούλας».

Από τις 20 Απριλίου 1933 η ταινία προβαλλόταν στον κινηματογράφο «Ολύμπια» της Αλεξάνδρειας Αιγύπτου με πολύ μεγάλη επιτυχία, ενώ από το Πάσχα ξεκίνησε η προβολή της στην Κύπρο.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Οι αθηναϊκές εφημερίδες περιορίστηκαν σε μια διαφημιστική καταχώρηση, που σχεδόν διεκπεραιωτικά ανέφερε ότι «εις τους παρακολουθήσαντας την δοκιμαστικήν προβολήν η ταινία αυτή επροξένησεν αρίστην εντύπωσιν εν γένει και θα σημειώσει σταθμόν προόδου της ελληνικής κινηματογραφίας».

Η Μακεδονία σχολίασε ότι, αν και «αμερικανικής τελειότητος» τεχνικά, η ταινία υστερούσε «πολύ εις ηθοποιίαν και ωμορφιάν των αστέρων της» και ότι γενικά επρόκειτο για μια «πολύ καλή προσπάθεια, πλην και με πάρα πολλάς ελλείψεις», με υπόθεση «τόσον παθητική, ώστε πολλά μάτια θα χύσουν δάκρυα».

Αντίθετα τα Μακεδονικά Νέα την εξυμνούσαν ως «προσεκτικά γυρισμένη, φωτισμένη όσο δεν μπορούσε να φωτισθή περισσότερο με θαυμασίαν φωτογραφίαν», από την οποία δεν έλειπαν ούτε τα «τρυκ» μιας ξένης ταινίας ούτε όμως και το ελληνικό στοιχείο. «Πραγματική επιτυχία» είχε η φωνοληψία, ενώ «όσο ήτο δυνατόν να παίξουν καλλίτερα» ερμήνευσαν τους ρόλους τους οι ηθοποιοί.

Οι πιο διεξοδικές κριτικές δημοσιεύτηκαν στον ομογενειακό τύπο. «Ο γράφων πήγε στο θέατρο προκατειλημμένος εκ των προτέρων. Πήγε με την πεποίθησιν, με την ιδέα Fixe να εύρη τρωτά και λάθη, να γελάση με την προσπάθειαν» παραδεχόταν συντάκτης του Εθνικού Κήρυκα, ο οποίος όμως κατέληγε ότι «το αποτέλεσμα ήτο διαφορετικόν» και το κοινό έφυγε «ενθουσιασμένο», διότι «αι ελλείψεις που εδώ κι εκεί έπιασε το μάτι του απεδείχθησαν ανίκανοι να καταπνίξουν τον εν γένει ενθουσιασμόν του. Αυτή είν' η Ζωή ως βλέπετε...».Και σχολίαζε μεταξύ άλλων:
«[...] Εν ολίγοις η ταινία μας ήρεσεν. Ο πρόλογος περιττός, ενώ πάλιν το φινάλε, μπορούσε να έχη περισσοτέραν κίνησιν - έστω και με διάλογον - και κατά την γνώμην μερικών να έδειχνε σεβασμόν εις τας προκαταλήψεις του κοινού, που έμαθε να βλέπη ταινίας με ικανοποιητικήν δι' όλους την κατάληξιν. Συνεννοούμεθα; Μα μια που το φινάλε είναι όπως είναι τραγικόν. ωμόν, αλύπητον, καλόν είνε και το κοινόν μας να συνηθίση να βλέπη την πικρά αλήθεια της ζωής, όπως μας την σερβίρει η καθημερινή πραγματικότητα. Επί του σημείου αυτού διαφωνούμεν όχι με τον συγγραφέα του έργου, αλλά με εκείνους που ίσως να θελήσουν να διαφωνήσουν μαζύ του.
Εκτός από ολίγα τεχνικά μειονεκτήματα τα οποία πρέπει να περιμένη τις και τα οποία θα εξουδετερωθούν εκ παραλλήλου με την υποστήριξιν την οποίαν θα εύρη η βιομηχανία του Ελληνικού ομιλούντος κινηματογράφου, πιστεύομεν ότι η Hellenic Cinema Corporation παρουσιάζει με την εν λόγω ταινίαν της η οποία παίζεται καθημερινώς εις το FIFTH AVE. THETRE κάτι τι πρωτότυπον και εύμορφον, παρουσιάσιμον και τολμηρόν».

Ένα δεύτερο άρθρο εστίαζε στο σεναριογράφο, Ορφέα Καραβία. Περιγραφόταν ως ένας συγγραφέας «επαναστατικός και πολύ φουτουριστικός», που στη συγκεκριμένη ταινία «αίρει τον πέπλον της ζωής μας και μας δείχνει μια όψι της τόσον ωμή και αληθινή, ώστε ταράζει το εσωτερικό μας είναι, όπως όλες οι μεγάλες αλήθειες, που μας αφήνουν σκεπτικούς και άφωνους». Ο Καραβίας φάνηκε «αμείλικτος... ένας δυνατός λόγιος που δεν δυσκολεύεται να βάλη στα γραπτά του ολόκληρη και τετραγωνική την σφραγίδα των ωρίμων ιδεών του, αδιαφορών σχεδόν τελείως στο αν συμβιβάζωνται αύται με τα ήθη - τα αγνά ή ψεύτικα - της σημερινής κοινωνίας... Οραματίζεται κάποια τωρινή, προσεχή, ή απώτερη εποχή της ανθρωπίνης ζωής και αυτόν τον ικανοποιεί». Κατά τ’ άλλα, οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές «δίδουν αρκετό αίσθημα με την σφύζουσαν νεανικότητά των», ενώ θετικά ήταν τα σχόλια και για τους υπόλοιπους ηθοποιούς.

Σε τρίτο δημοσίευμα του Εθνικού Κήρυκα η ταινία περιγραφόταν ως ένα «έργον τέχνης... γραμμένο όχι για να ικανοποιήση γούστα και τάσεις, αλλά για να ικανοποιήση προ παντός την τέχνην». «Τελείως ενηρμονισμένη με τον χαρακτήρα και τον τύπον του έργου» η μουσική του Δ. Ζάττα, που με τη μαεστρία του «ζωγραφίζει αριστοτεχνικά την ζωήν του υποκόσμου των Αθηνών, αποπνέει το άρωμα της αγνότητος της ψυχής της χτυπημένης από την μοίρα Γιολάνδας, καταπλήσσει εκδηλώνουσα τον στυγνό και άπληστο εγωισμό του Γιατρού, που σκαλίζει τα πτώματα για να βρη τη Δόξα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου