«Σας ζητούν στο τηλέφωνο»

Μετά τα «Κύματα του Βοσπόρου», οι Αθηναίοι έπρεπε να περιμένουν σχεδόν δώδεκα μήνες για να παρακολουθήσουν μια καινούρια ελληνική ταινία. Αυτή ήταν η κωμωδία «Σας ζητούν στο τηλέφωνο», παραγωγή της «Παλλάς φιλμ» σε σενάριο Μπακοπούλου, σκηνοθεσία Ηλία Παρασκευά και μουσική Ψύλλα, που έκανε πρεμιέρα στις 17 Δεκεμβρίου 1934 στον κινηματογράφο «Απόλλων» και διαφημίστηκε ως «η μεγαλυτέρα και τελειοτέρα ομιλούσα ελληνική ταινία μέχρι σήμερον».

Η περίληψη του σεναρίου:
Ο υποπλοίαρχος Πάρις Λαντίδης, ωραίος κι ευγενικός αξιωματικός του ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, μόλις επιστρέφει από νυχτερινά γυμνάσια. Συναντιέται τυχαία με την Ντίνα, όταν η τελευταία πήγε με την παρέα της στο Φάληρο, αλλά βούλιαξε η βάρκα τους. Ο Πάρις τους σώζει κι αμέσως ένα αγνό αίσθημα γεννιέται στις καρδιές των δυο νέων μέσα στη φεγγαρόλουστη φαληρική νύχτα. Εκείνη, σαγηνεμένη από την προσωπικότητα του υποπλοιάρχου κρύβει την πραγματική της θέση και παρουσιάζεται ως κόρη του μεγαλοβιομήχανου Μορέντη. Κάποια στιγμή μάλιστα ο Πάρις κάνει πρόταση γάμου στην Ντίνα, η οποία αποφεύγει την απάντηση ζητώντας να δοκιμάσει το ναυτικό του πηλήκιο.
Η Ντίνα εκμυστηρεύεται στη φίλη της Έφη ότι ανησυχεί μήπως ο Πάρις πάει στον Μορέντη, τον οποίο νομίζει για πατέρα της, προκειμένου να του ζητήσει το χέρι της. Νομίζει ότι όλα τέλειωσαν ανάμεσά τους. Εν τω μεταξύ, ο Πάρις πράγματι επισκέπτεται τον Μορέντη, ο οποίος αποδεικνύεται ότι ήταν συμπολεμιστής και πολύ καλός φίλος με τον πατέρα του. Έτσι, με μεγάλη προθυμία ο βιομήχανος δέχτηκε να κάνει τον Πάρη γαμπρό του παρά την αρχική έκπληξη.
Πεθερός και γαμπρός πηγαίνουν στο σπίτι του πρώτου, για να μοιραστούν την ευχάριστη είδηση με τη δεσποινίδα Μορέντη, η οποία εν τω μεταξύ σχεδίαζε το γάμο της με κάποιον άλλο. Τότε, ο Πάρις συνειδητοποιεί την απάτη της Ντίνας. Μαθαίνει από κοινό γνωστό τους ποια είναι η αληθινή της ταυτότητα. Τηλεφωνεί στο κατάστημα, όπου εκείνη εργαζόταν – ενδιάμεσα η τηλεφωνήτρια ειδοποιεί την Ντίνα με τη φράση «Σας ζητούν στο τηλέφωνο» – και της λέει ότι δεν θέλει να την ξαναδεί. Η Ντίνα όμως δεν καταθέτει τα όπλα. Γνωρίζοντας ότι ο Πάρις θα φύγει για άσκηση, τρέχει μ’ ένα ταξί να τον προφτάσει. Τον προλαβαίνει λίγο πριν την αναχώρηση του πλοίου, του ζητάει συγγνώμη και οι δυο νέοι γρήγορα τα ξαναβρίσκουν.

Οι ηθοποιοί:
Καίτη Ρίμπα (ή Καίτη Ίζελμαν) .........
Ντίνα
Θεόδωρος Κρίτας ................................
Πάρις
Μιχαήλ Βλαχόπουλος .........................
Μορέντης
Ντόρα Βολανάκη ................................
Λούλα
Μίτσα Λιβέρη ......................................
Έφη
Κώστας Παπαγεωργίου ......................
Ρίκος
Μαρία Παπαγεωργίου ........................
κυρία Ρίκου
Ευθύφρων Ηλιάδης .............................
Νταρλής
Χρήστος Ευθυμίου ..............................
Ποσειδώνας (σκοπός στο ναυτικό)
Κίμων Σπαθόπουλος ...........................
Τοτός
Μιχαήλ Θωμάκος ................................
τραγουδιστής της τζαζ

Η μουσική και τα τραγούδια του φιλμ ήταν πρωτότυπα: μια ρούμπα, ένα ταγκό, ένα φοξ και μια βαρκαρόλα, την οποία εκτελούσε ο Κορίνθιος με τις χαβάγιες του. Ιδιαίτερα διαφημίστηκε η συμμετοχή του βασιλικού στόλου ύστερα από ειδική άδεια του υπουργείου Ναυτικών. Όμως αυτή η έκτακτη εμφάνιση δεν ήταν ιδιαίτερα σημαντική (κάποια πλάνα από ναυτικά γυμνάσια στην αρχή του φιλμ και μια σκηνή προσευχής των ναυτών), ούτε και αρκετή για να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κοινού.

Η καλλιτεχνική - τουλάχιστον - αποτυχία της ταινίας αποτυπώθηκε στο επιθετικό σχόλιο της εφημερίδας Εσπερινή, που ξεσπάθωνε:
«Μία ακόμη απόδειξις της προχειρότητος και της ρωμαίικης επιπολαιότητος, που νομίζει ότι με οποιονδήποτε τρόπον μπορεί να παρουσιάση μίαν ταινίαν έστω και μετρίαν! [...] Πώς λοιπόν τολμούν να γυρίζουν ένα φιλμ χωρίς έστω και τας στοιχειώδεις γνώσεις ή τεχνικά μέσα; Πώς είνε δυνατόν να πέρνουν μερικά φιλόδοξα πρόσωπα με καλήν αληθώς θέλησιν, αλλά στερούμενα οιασδήποτε προπονήσεως και προπαιδεύσεως εις την κινηματογραφικήν τέχνην και να νομίζουν ότι είνε δυνατόν να παρουσιάσουν κάτι έστω και μέτριον;
Εργασία αψυχολόγητη που θέλει να βασισθή επί της εμφανίσεως του Εθνικού μας Στόλου και αντί άλλης επιδείξεώς του, παρουσιάζει την προσευχήν καμμιά δεκαριά ναυτών! Προκαλείται θυμηδία και δυσφορία των θεατών και δικαίως...»

Εκτός από ορισμένα «πολύ καλά» τοπία και τη μουσική της ταινίας, η εφημερίδα διαπίστωνε μόνο ελαττώματα: εξαιτίας του αποτυχημένου μακιγιάζ τα πρόσωπα των ηθοποιών έμοιαζαν «με αποκρηάτικες μάσκες», ενώ η σκηνοθεσία ήταν τόσο κακή, ώστε οι υποτιθέμενοι ναυαγοί, που ζητούσαν βοήθεια για να μην πνιγούν, στην οθόνη φαίνονταν καθαρά ότι.. πατούσαν στο βυθό! Γενικά, οι ηθοποιοί κρίνονταν «άπειροι», η φωτογραφία «άλλοτε μεν καλή και άλλοτε τελείως θαμπή», ενώ στα αρνητικά καταλογιζόταν και η απόφαση των παραγωγών - για λόγους οικονομίας - να γίνει η εγγραφή της φωνής από τρίτα πρόσωπα, με αποτέλεσμα ο βαθύφωνος Βλαχόπουλος να ακούγεται «με φωνή... τενόρου!!», όπως παρατηρούσε η εφημερίδα.

Αντίθετα, εξαιρετικά θετική ήταν η κρίση του ελληνοαμερικανικού Εθνικού Κήρυκα, όταν η ταινία προβλήθηκε στις ΗΠΑ (τουλάχιστον σε Σικάγο και Νέα Υόρκη) το Μάιο και τον Ιούνιο του 1936. Ο συντάκτης είχε πρόβλημα μόνο με τον τίτλο: «την αδικεί τρομερά, επειδή δεν αποδίδει καθολοκληρίαν της θαυμάσιες σκηνές από την Ελληνικήν ζωήν και από την Ελληνικήν φύσιν». Αντίθετα επαινούσε τη σκηνοθεσία που παρουσίαζε μια σύγχρονη εικόνα της Ελλάδας (με τις «σιδηροδρομικές αμαξοστοιχίες που αναρριχώνται σε πανύψηλα βουνά, που εισδύουν σε τεράστια τούνελ, που διασχίζουν ιλιγγιώδους ύψους γεφύρας, διά να κατέβουν έπειτα σε ολοπράσινους κάμπους, όπου βασιλεύει η ρωμαντική γαλήνη της Ελληνικής εξοχής, του Ελληνικού χωριού και της Ελληνικής ακρογιαλιάς») σε αντίθεση με τις περισσότερες ελληνικές ταινίες της εποχής που παρίσταναν «όλας τας αθλιότητας και ελεεινότητας της Ελληνικής ζωής».
Οι όποιες τεχνικές ατέλειες επισκιάζονταν από εικόνες όπως «η θέα των ευρυτάτων ευμορφοασφαλτοστρωμένων λεωφόρων με τας πυκνάς δενδροστοιχίας των, με τας καλλιτεχνικάς επαύλεις των που εξωραΐζουν το πλαίσιόν των, με την πληθώραν των αυτοκινήτων που τας διατρέχουν», εικόνες που «προξενούν χαράν εις τα μάτια του ξενητευμένου Έλληνος, που απολαμβάνει μίαν τέτοιαν εικόνα πολιτισμού και προόδου της μακρυνής πατρίδος και παρουσιάζουν την Ελλάδα εις την φαντασίαν των παιδιών της νέας μας γενεάς ως ένα τόπον που δεν υπολείπεται καθόλου της Αμερικής και που αξίζει να τον επισκεφθή κανείς και να τον έχη για πατρίδα του».
Η ίδια εφημερίδα εξάλλου θα περιέγραφε το «Σας ζητούν στο τηλέφωνο» ως την «πλέον ευσυνείδητη ταινία», την «ωραιοτέρα ομιλούσα Ελληνική ταινία που ήλθεν από την Ελλάδα»!

Με καθυστέρηση αρκετών ετών, η ταινία προβλήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1938 (κινηματογράφος «Ίσις») υπό τον τίτλο «Τρεις καρδιές». Αξίζει επίσης να σημειωθεί και ο αγγλικός τίτλος, όπως είναι καταχωρημένος στα αρχεία της πολιτείας της Νέας Υόρκης: «You Are Wanted On The Phone».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου