Πρόδρομα φαινόμενα μιας κινηματογραφικής έκρηξης

ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΝΤΙΝΑ ΣΑΡΡΗ

Επιχειρώντας να περιγράψει στους αναγνώστες του την εξέλιξη του κινηματογράφου στην Ελλάδα, το Δεκέμβριο του 1926 το αμερικανικό περιοδικό The Film Daily σχολίαζε ότι «δεν υπήρχε αξιοσημείωτη παραγωγή» στη χώρα μας, αλλά κυρίως κινηματογραφούνταν γεγονότα τοπικού ενδιαφέροντος, όπως λαμπρές γιορτές με στολές, εκθέσεις και στρατιωτικές ασκήσεις, ενώ οι όποιες ταινίες μυθοπλασίας μικρού μήκους «αποδείχτηκαν αποτυχίες».

Παρά το γεγονός, όμως, ότι ελάχιστες ελληνικές ταινίες γυρίζονταν, το όνειρο πολλών αγοριών και κοριτσιών ήταν να γίνουν σταρ του σινεμά. Ήδη στις αρχές του 1925 η διαρροή και μόνο πληροφοριών για την κινηματογράφηση νέων ταινιών είχε προκαλέσει γενική αναστάτωση και πολλοί φέρονταν να εγγράφονται στις διάφορες, νεοϊδρυθείσες κινηματογραφικές εταιρίες της Αθήνας, ελπίζοντας ότι θα πραγματοποιούσαν επιτέλους τα όνειρά τους.

Όμως τα όνειρα αυτά δεν περιορίζονταν απλά σε μια εγχώρια καριέρα. Πολλοί και πολλές ήλπιζαν ότι θα πρωταγωνιστούσαν σε παραγωγές των μεγάλων, ξένων στούντιο. Άλλωστε, η γλώσσα δεν αποτελούσε εμπόδιο, αφού η τέχνη του κινηματογράφου ήταν ακόμη βωβή. Μέσα σ' ένα τέτοιο περιβάλλον, αναμενόμενη ήταν η μεγάλη ανταπόκριση που είχε ένας διεθνής κινηματογραφικός διαγωνισμός της «Φάναμετ» για την ανάδειξη της επόμενης σταρ του σινεμά στα τέλη του 1926.

Δεκάδες κοπέλες απέστειλαν τις φωτογραφίες τους, που εξετάστηκαν από ειδική επιτροπή (αποτελούμενη από τους Μπάμπη Άννινο, Χ. Δαραλέξη, Θ. Συναδινό, Κλ. Γεωργιάδη, Θ. Θωμόπουλο, Ν. Λύτρα, Καρ. Μπέντα και Κ. Αθάνατο) με κριτήριο όχι απλά την ομορφιά, αλλά τη φωτογένεια (η εκφραστικότητα μπροστά στο φακό). Η επιτροπή κατέληξε σε πέντε κοπέλες, οι φωτογραφίες των οποίων στάλθηκαν στα κεντρικά γραφεία της «Φάναμετ» στη Βιέννη, προκειμένου να γίνει εκεί η επιλογή της μίας, που θα συμμετείχε στο διεθνές σκέλος του διαγωνισμού. Τελικά επελέγη η 17χρονη Ντίνα Σαρρή.

Από τη μια στιγμή στην άλλη, η Σαρρή, ως τότε υπάλληλος στα εκδοτικά καταστήματα Σακελλαρίδου, έγινε το πρόσωπο των ημερών. Ταπεινής καταγωγής, γεννημένη στο Κολωνάκι, αλλά κάτοικος Παγκρατίου (οδός Υμηττού 37), έγινε περιζήτητη από εφημερίδες και περιοδικά, που της ζητούσαν συνέντευξη ή δημοσίευαν αφιερώματα για την ζωή της σαν να ήταν ήδη μια μεγάλη σταρ.

Για πολλές κοπέλες η Σαρρή αποτέλεσε πρότυπο, επειδή παρά την ταπεινή καταγωγή της κατάφερε να προκριθεί σ' ένα διεθνή διαγωνισμό εκπροσωπώντας την Ελλάδα και διεκδικώντας να κάνει πραγματικότητα το ασύλληπτο όνειρο μιας διεθνούς κινηματογραφικής καριέρας. Απλά και μόνο με την επιλογή της ως υποψήφιας στο διαγωνισμό της γερμανικής εταιρίας, η Σαρρή απέκτησε θαυμαστές, που πολιορκούσαν το σπίτι της για να τη δουν από κοντά· μια κοπέλα που δεν είχε πετύχει κάτι στην ζωή της, δεν είχε καν εμφανιστεί σε μια ταινία, ώστε να δικαιολογούταν έστω και στοιχειωδώς όλη αυτή η φασαρία!

Η Βραδυνή περιέγραφε σουρεαλιστικές σκηνές:
«Την περασμένην Κυριακήν το απόγευμα το σπίτι της δ. Ντίνας Σαρρή υπέστη πραγματικήν πολιορκίαν. Περιπατηταί της πλατείας Παγκρατίου και άλλοι, που ήλθαν από διάφορα σημεία της πόλεως, συνωστίζοντο έξωθεν του σπιτιού του υποψηφίου κινηματογραφικού αστέρος και ζητούσαν να τον ιδούν. Ο μπαμπάς της την ωδήγησε τρεις φορές, αλλ' επειδή διαρκώς ήρχοντο και πε­ρισσότεροι και από τον συνωστισμόν έσπασαν δυο παράθυρα, ηναγκάσθη να επέμβη η αστυνομία όπως απομακρύνη τους περιέργους. Το περίεργον είνε ότι την ημέραν εκείνην η δ. Σαρρή είχε μείνει σπίτι της για ν' αναπαυθή! Αν τέτοια είνε η ανάπαυσις των αστέρων θα ήτο ενδιαφέρον να μάθαινε κανείς τι είνε το αντίθετον...».

Χαρακτηριστικό της γενικής διάθεσης απέναντι στο νεαρό κορίτσι ήταν το παρακάτω απόσπασμα από ένα χρονογράφημα του «Πρωτέα», που αναδείκνυε και μια... κοινωνική διάσταση:
«[..] Μία ατθίς οικοκυροπούλα ενίκησε τόσας και τόσας άλλας επιμόνως "διακρινομένας" χρόνια και χρόνια τώρα εις την κοσμικήν στήλην των εφημερίδων, χωρίς να εμφανισθή πουθενά αηδώς και επιδεικτικώς, όπως τόσαι και τόσαι. Αυτήν την φοράν η Τύχη υπήρξε δικαία. Εύρε την αληθώς εκλεκτήν, νεάνιδα του λαού, χωρίς σνομπισμόν, και εμετούς, όπως τονίση την αληθή ευμορφίαν και την ειλικρινή γυναικείαν ωραιότητα. Πόσαι και πόσαι "ψευδοαριστοκράτισσαι", με ψευδοεκατομμύρια, τα οποία όσον περισσότερον θορυβούν, τόσον ολιγώτερον υπάρχουν πραγματικώς, με ψευδανατροφήν αξιοθρήνητον, θα δαγκώνουν την φαρμακερήν γλώσσαν των εμπρός εις το ωραίον αυτό λαϊκόν άνθος, άξιον της λαμπροτέρας τύχης».

Ακόμη και η καταξιωμένη ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη έσπευσε να εκμεταλλευτεί όλη αυτή τη δημοσιότητα γύρω από τη νεαρή κοπέλα, που πάντως σε συνέντευξή της είχε ξεκαθαρίσει ότι αγαπούσε μόνο τον κινηματογράφο και όχι το θέατρο, «παρουσιάζοντας» τη στο κοινό στα διαλείμματα των πράξεων μιας παράστασης του θιάσου της.

Καθώς οι Έλληνες είμαστε λαός της υπερβολής, οι περισσότεροι είχαν προεξοφλήσει την επικράτηση της Σαρρή στον τελικό, που πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη στις αρχές Φεβρουαρίου. Ωστόσο, οι προσδοκίες δεν επαληθεύτηκαν και νικήτριες αναδείχτηκαν η Αννίλα Λοτζόβκα από την Πολωνία και η Στεφίκα Βιντάτσιτς από τη Σερβία. Καμία από τις δύο δεν έκανε βέβαια ιδιαίτερη κινηματογραφική καριέρα, αφού αυτή δεν εξασφαλίζεται απλά και μόνο από διεθνείς διαγωνισμούς φωτογένειας, αλλά προϋποθέτει κι ένα στοιχειώδες υποκριτικό ταλέντο.

Το ίδιο αποδείχτηκε και για την Ντίνα Σαρρή. Θα είχε μια μικρή συμμετοχή στην ελληνική ταινία «Έρως και κύματα», κατά καιρούς τα επόμενα χρόνια θα δημοσιεύονταν σε εφημερίδες και περιοδικά οι περιπέτειες της στο εξωτερικό (από κάποιο τροχαίο ατύχημα στους γαλλικούς δρόμους μέχρι οι επαφές της με παραγωγούς για να συμμετάσχει σε γαλλικές ταινίες), ώσπου ήρθε η πλήρης απομυθοποίηση, όταν το 1932 πρωταγωνίστησε στην αποτυχημένη «Ελληνική ραψωδία».

ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΤΗΣ «ΖΟΥΛΙΕΤΤΑ ΦΙΛΜΣ»

Την ίδια περίοδο που η Ντίνα Σαρρή ζούσε το νεανικό της όνειρο και απολάμβανε τη δημοσιότητα, κάποιοι άλλοι ζούσαν την απομυθοποίηση των δικών τους κινηματογραφικών ονείρων, όταν ήρθε στο φως το σκάνδαλο της εταιρίας «Ζουλιέττα φιλμς», που είχε ιδρυθεί από κάποιον Ε. Καλογερίδη το Σεπτέμβριο της προηγούμενης χρονιάς, ενώ παράρτημα με την ονομασία «Κινηματογραφική Σχολή Αθηνών» λειτουργούσε σε πάροδο της οδού Ερμού στην Αθήνα.

Δίδασκαν πρόσωπα κύρους, όπως ο Λελούδας, ο Άγγελος Χρυσομάλλης (μιμική προσώπου και εφαρμοσμένη κίνηση), ο Ασπρογέρακας, ο Γκάρι Τόμλεϊ (σκηνική συμπεριφορά, εφαρμογή σεναρίου και σοπρ) και ο Σπύρος Δημητρακόπουλος, ο οποίος όμως θα υπέβαλε γρήγορα την παραίτησή του. Μακιγιάζ και κινηματογραφική πραγματογνωσία – άγνωστο με ποιες γνώσεις – δίδασκε ο διευθυντής της σχολής, Καλογερίδης. Έτσι, η «Κινηματογραφική Σχολή Αθηνών» αποτέλεσε πόλο έλξης όσων αγοριών και κοριτσιών επιθυμούσαν να κυνηγήσουν το όνειρο μιας κινηματογραφικής καριέρας και αριθμούσε 150 σπουδαστές, οι οποίοι κατέβαλαν μηνιαία δίδακτρα 100 δραχμών (συν 50 δραχμές για την εγγραφή).

Τον Ιανουάριο του 1927, η εφημερίδα Ελληνική δημοσίευσε τις καταγγελίες σπουδαστών σε βάρος του Καλογερίδη, ότι τους υποσχόταν την εξασφάλιση διεθνούς καριέρας με αντάλλαγμα την πρόωρη καταβολή του συνόλου των διδάκτρων και διαβεβαιώνοντάς τους ότι δήθεν είχε επικοινωνία με διάσημους, κινηματογραφικούς οίκους του εξωτερικού. Ενώ, όμως, πολλοί έσπευσαν να τακτοποιήσουν τις οικονομικές εκκρεμότητές τους, ο πολυπόθητος ρόλος δεν ερχόταν ποτέ.


Επιπλέον, μαθήτριες της σχολής κατήγγειλαν τον Καλογερίδη ότι, εκμεταλλευόμενος τη διευθυντική του θέση, τις έβαζε να τον φιλούν στο στόμα, προκειμένου να ελέγξει δήθεν την τεχνική τους στα κινηματογραφικά φιλιά, ενώ διά της... αφής των ποδιών έλεγχε τη φωτογένειά τους! Η σταγόνα, όμως, που ξεχείλισε το ποτήρι, ήταν η διαπίστωση σπουδαστών της σχολής ότι το σιδερένιο κουτί, που εμφανιζόταν ως κάμερα κινηματογραφήσεως κατά το γύρισμα μιας δήθεν ταινίας στον Πειραιά, ήταν στην πραγματικότητα άδειο! Τότε άρχισαν οι μαζικές αποχωρήσεις και οι δημόσιες καταγγελίες.

Από τους πρώτους που παραιτήθηκαν, ήταν ο ηθοποιός Σπύρος Δημητρακόπουλος, ο οποίος μάλιστα υπέβαλε μήνυση κατά του Καλογερίδη. «Σας εξουσιοδοτώ να γράφετε εκ μέρους μου ότι η εν λόγω σχολή δεν διευθύνεται παρά από ανθρώπους σκοπούντας μόνον να γεμίσουν το πορτοφόλιόν των από τα εκατοντάδραχμα των απλοϊκών» ήταν η δήλωση του ηθοποιού στην Ελληνική, καταγγέλλοντας παράλληλα τις «αόρατες κινηματογραφικές επιχειρήσεις» χωρίς επίσημη έδρα και με αδιευκρίνιστη πηγή κεφαλαίων.

Υπήρξαν και σπουδαστές που υπερασπίστηκαν τον Καλογερίδη - κάποιοι αργότερα θα δήλωναν ότι εξαναγκάσθηκαν να το πράξουν. Ωστόσο η εταιρία, που πριν ξεσπάσει το σκάνδαλο είχε αποσπάσει αρκετή δημοσιότητα με αφιερώματα σε εφημερίδες και περιοδικά, περιέπεσε στη λήθη.


Η «ΝΤΑΓΚ ΦΙΛΜΣ» - ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ ΑΡΧΙΖΕΙ

Το σκάνδαλο της «Ζουλιέττα Φιλμ» ήταν ενδεικτικό της κινηματογραφικής μανίας που είχε καταλάβει μερίδα του πληθυσμού, έτοιμη να πιστέψει το πιο χοντρό ψέμα διεκδικώντας την ελπίδα στο όνειρο. Δεν ήταν όμως όλες οι εταιρίες το ίδιο αφερέγγυες. Στον αντίποδα βρίσκονταν οι αδερφοί Γαζιάδη, ιδρυτές της «Νταγκ Φιλμ» ήδη από την επιστροφή τους στην Ελλάδα το 1920. Αρχικά η «Νταγκ» είχε αναλάβει την αποστολή σχεδόν όλων των ελληνικών ζουρνάλ σε Ευρώπη και Αμερική, καθώς επίσης τις βιομηχανικές εργασίες σε ταινίες κρατικής προπαγάνδας, εκπαιδευτικές, στην κινηματογράφηση τοπίων και αρχαιοτήτων, ενώ το Μάιο του 1927 κινηματογράφησαν τις Δελφικές Γιορτές.

Οι τρεις αδερφοί ήταν από μικροί εξοικειωμένοι με τις κάμερες, καθότι ο πατέρας τους, Αναστάσιος Γαζιάδης, ήταν γνωστός φωτογράφος της Αθήνας και του Πειραιά
[Παρενθετικά αναφέρεται ότι τα εγκαίνια του Φωτογραφείου Γαζιάδου στη διασταύρωση των οδών Σταδίου και Αιόλου πραγματοποιήθηκαν στις 07.11.1909. Ωστόσο, ήδη από το 1895 οι εφημερίδες αναφέρονταν στον «αγαπητό του Πειραιώς φωτογράφο» Γαζιάδη, ο οποίος πολιορκούταν τότε από δημοσιογράφους, για να τους δώσει εικόνες των δραστών ενός φρικιαστικού εγκλήματος μ’ ένα ακέφαλο πτώμα - κάτι που ωστόσο δεν έγινε κατόπιν υποδείξεως της αστυνομίας.]
Διαφήμιση του Φωτογραφικού Οίκου Γαζιάδου στον ελληνικό τύπο τον Ιανουάριο του 1915

Εξάλλου, ο Δημήτρης κι ο Μιχάλης σπούδασαν σε κινηματογραφικές εταιρίες του εξωτερικού, ενώ φιλοδοξούσαν να μεταφέρουν στην Ελλάδα τα συστήματα των χολιγουντιανών στούντιο. Στην «Νταγκ Φιλμ» θα εργάζονταν αντίστοιχα ως σκηνοθέτης και οπερατέρ, ενώ ο τρίτος αδερφός, Κώστας Γαζιάδης, θα είχε ρόλο διαχειριστή.

Στις 6 Μαΐου 1927, η εφημερίδα Εσπερινή ανακοίνωνε πρώτη τα μεγαλόπνοα σχέδια των Γαζιάδη να προχωρήσουν στην ανέγερση των πρώτων εγκαταστάσεων ελληνικών στούντιο. Για το σκοπό αυτό είχε αγοραστεί ένα μεγάλο γήπεδο στη συνοικία Μιχαήλ Βόδα - ή τουλάχιστον αυτό αναφερόταν στο ρεπορτάζ. Επειδή όμως δεν είχε αρχίσει ακόμη η κατασκευή των στούντιο και μέχρι να συμβεί αυτό, τα εσωτερικά γυρίσματα των ταινιών της «Νταγκ Φιλμ» θα πραγματοποιούνταν στην οικία Παχή επί της πλατείας Συντάγματος, όπου βρισκόταν και το φωτογραφείο της οικογένειας, με τον κάτω και το μεσαίο όροφο του κτιρίου να διατίθενται αποκλειστικά για τις ανάγκες της κινηματογράφησης.

Η εταιρία φιλοδοξούσε ν' αποτελέσει φυτώριο ανάδειξης νέων ταλέντων και είχε ήδη προκηρύξει διαγωνισμό, απευθυνόμενη σε νέους και νέες που επιθυμούσαν μια κινηματογραφική καριέρα. Χίλια άτομα ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα, ενώ οι καλύτεροι επελέγησαν από ειδική επιτροπή. Οι επιλεγέντες απέκτησαν καλλιτεχνικά ψευδώνυμα, που υποδήλωναν τον έντονο πόθο μιας διεθνούς καριέρας (ή απλά μια ακατάσχετη ξενομανία), όπως: Attika, Wango Menos, Marie Kirki, Aris Parnas, Mirva Violanti, Ras Staro, Ira Doris, Louis Gris, Liko Olympo, Rita Osa, Man Oli, Doly Gray κλπ.

Όλοι είχαν ένα σοβαρό μειονέκτημα: έλλειψη ειδικής εκπαίδευσης. Έτσι, στα γραφεία της «Νταγκ» ιδρύθηκε μιμική σχολή, όπου οι σπουδαστές παρακολουθούσαν μαθήματα υποκριτικής από εξειδικευμένο καθηγητή, ώστε να είναι έτοιμοι για να πρωταγωνιστήσουν στην οθόνη. Σκοπός των μαθημάτων ήταν να συνηθίσουν οι ηθοποιοί να μιλούν με το πρόσωπο (σαν να μην έχουν γλώσσα) και εν γένει να εκτελούν διάφορες ψυχικές μεταπτώσεις, χωρίς να είναι υπερβολικοί στις κινήσεις τους.

Σε ρεπορτάζ της εφημερίδας Εσπερινή, η αίθουσα περιγραφόταν ως «καταλλήλως διασκευασμένη εις ένα απλό αλλά κομψότατο σαλονάκι με όλα τα κομφόρ», όπου «όλα [είναι] τακτοποιημένα καλλιτεχνικώτατα και με μια ιδιαίτερη χάρι διαθέτουν ευθύς εξ αρχής ευμενώς τον επισκέπτην εις τον οποίον επιβάλλουν συγχρόνως τον σεβασμόν. [...] Εις το ένα μέρος είναι να πούμε η σκηνή όπου γίνεται η διδασκαλία, και εις το άλλο παρακολουθούν και βλέπουν οι μέλλοντες πρωταγωνισταί του κινηματογράφου. Άκρα ησυχία βασιλεύει. Κανείς ψίθυρος δεν ακούεται. Όλοι και όλες προσέχουν και κυττάζουν στα μάτια τον καθηγητήν για να μάθουν ό,τι δεν ξέρουν. Νομίζει κανείς ότι εκεί μέσα δεν υπάρχει ζωντανός άνθρωπος. Και όμως πόσα όνειρα και πόσες ελπίδες φτερουγίζουν γύρω από εκείνο το ωραίον περιβάλλον».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου