«Η προίκα της Αννούλας»: Το πρώτο “άξιο του ονόματος” ελληνικό έργο

Το 1920 η μυθοπλασία επέστρεψε δριμύτερη στον ελληνικό κινηματογράφο. Η πρώτη ταινία της χρονιάς, που κάπως αυθαίρετα διαφημίστηκε ως «η πρώτη ελληνική ταινία», ήταν η «Προίκα της Αννούλας», μήκους 650 μέτρων. Ξεκίνησε να προβάλλεται στον κινηματογράφο «Σπλέντιτ» στις 5 Απριλίου 1920 και από την επομένη στο «Αττικόν». Ήταν η πρώτη ελληνική ταινία που προβλήθηκε παράλληλα σε δύο κινηματογραφικές αίθουσες.

Η σκηνοθεσία έγινε από τον Δ. Βρατσάνο για λογαριασμό της εταιρίας «Αθήνα». Οπερατέρ ήταν ο Φίλιππο Μαρτέλλι, ενώ στην υλοποίηση της κινηματογράφησης συνέβαλε και το Τμήμα Δημοσιότητος. Ποιος, όμως, έγραψε το σενάριο; Στη βιβλιογραφία εκτιμάται ότι σεναριογράφος ήταν ο Βρατσάνος, ωστόσο σε σχετικό δημοσίευμα της εφημερίδας Νέα Ελλάς γινόταν λόγος «περί του γνωστού κινηματοδράματος του κ. Ζ. Παπαντωνίου»

Ως ένα βαθμό, η ταινία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί διαφημιστική, επειδή μεταξύ άλλων αναφερόταν στα ευεργετικά αποτελέσματα του λαχειοφόρου δανείου ύψους 800 εκατομμυρίων, που θα εξέδιδε η ελληνική κυβέρνηση εκείνες τις μέρες. Αντίθετα, απολύτως λανθασμένη είναι η εντύπωση που θέλει την «Προίκα της Αννούλας» κινηματογραφική διασκευή του γνωστού κωμειδυλλίου «Η τύχη της Μαρούλας» του Δημήτριου Κορομηλά.

Τι ακριβώς, όμως, διαδραματιζόταν επί της μεγάλης οθόνης;
Η Αννούλα, νέα και ωραία χωρική των Μεσογείων της Αττικής, περιμένει τον ονειρευτό γαμπρό από την Αμερική. Είναι ο Νικ Καμπ, δηλαδή Νικόλαος Καμπουρόπουλος, του οποίου η άφιξη αναμένεται από στιγμή σε στιγμή στο χωριό. Εν τω μεταξύ, την Αννούλα αγαπά ένας συγχωριανός της, ο Γιάννης. Αλλά το παλικάρι αυτό του Σκρα και της Δοϊράνης δειλιάζει μπροστά της. Είναι τραυματίας, είναι κουτσός, και ένας κουτσός, λέει, πρέπει να κρύβει τον έρωτά του. Όμως η Αννούλα, η οποία μαντεύει το αίσθημά του, τον συμπαθεί, τον πονά, ίσως τον αγαπά.
Επιτέλους, με συνοδεία πομπής φτάνει ο περίφημος Αμερικάνος. Πηγαίνει στο σπίτι της Αννούλας, ανανεώνει την υπόσχεσή του και αρχίζει τα γλέντια στα μαγαζιά του χωριού. Σε κάποιο από αυτά τα γλέντια ψιθυρίζεται ότι ο Νικ Καμπ θα πάρει τα βιολιά (κατά τα έθιμα του τόπου) και θα πάει στο σπίτι της Αννούλας, να την ζητήσει. Κατά τη διάρκεια, όμως, του γλεντιού, ο φίλος του, ο Σουφρωμένος, τον μεταπείθει να πάρει την πλούσια κόρη του παπά του χωριού. Το γλέντι τελειώνει, η πομπή ξεκινά με τα βιολιά επικεφαλής και όλοι περιμένουν ότι θα κατευθυνθεί στο σπίτι της Αννούλας. Εκείνη περιμένει με αγωνία στο παράθυρο. Αλλά η πομπή παρακάμπτει το σπίτι της και κατευθύνεται προς το σπίτι του παπά. Τα λόγια του Σουφρωμένου έπιασαν.
Η Αννούλα κλαίει την εγκατάλειψή της μαζί με τη γριά μητέρα της και οι ημέρες περνούν θλιβερές μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας. Ο Γιάννης έχει πάρει κι αυτός των ομματιών του και βρίσκεται στην Αθήνα, ζητώντας ένα περίπτερο ως τραυματίας πολέμου, για να ζήσει. Πηγαίνει στο υπουργείο κι εκεί τον αποπαίρνουν. Παρουσιάζει όμως σεμνά το στρατιωτικό του φυλλάδιο, ο τμηματάρχης διαβάζει ότι ο άγνωστος αυτός είναι τραυματίας του Σκρα, ο οποίος κατά την υποσημείωση του σωματάρχη του «εξηκολούθει να μάχηται και πληγωμένος ακόμη» και αφήνει αμέσως την άλλη υπηρεσία του για να τον συγχαρεί, να τον βάλει να καθίσει κοντά του και να διατάξει αμέσως να του δοθεί το περίπτερο. Έτσι, ο Γιάννης εγκαθίσταται στο περίπτερό του, όπου έρχονται και του κάνουν συντροφιά άλλοι φίλοι του τραυματίες, σύντροφοι στη δόξα, ενώ αυτός ονειροπολεί θλιμμένος τις ειδυλλιακές σκηνές του πικρού του έρωτα.
Εν τω μεταξύ, μια αιφνίδια μεταβολή συντελείται στην ζωή της Αννούλας εκεί πάνω στο πράσινο χωριό, όταν κερδίζει το λαχείο. Πλούσια τώρα και ευτυχισμένη, αποφασίζει να συμπληρώσει την ευτυχία της με τον αγνό έρωτα του φτωχού Γιάννη. Η μητέρα της παρακαλά τον ιεροψάλτη του χωριού να του γράψει την απόφασή τους αυτή. Ένας χωρικός φέρνει το ωραίο μήνυμα στο περίπτερό του και ο Γιάννης, τρελός από τη χαρά του, επιστρέφει στο χωριό και παντρεύεται την Αννούλα, ενώ ο Αμερικανός, που αποδείχθηκε απένταρος και χάνει την παπαδοπούλα, κατηγορεί τον Σουφρωμένο, ο οποίος διαμαρτύρεται ότι δεν μπορούσε να τα βάλει με την τύχη. Και η ταινία τελειώνει με μια σκηνή αγροτικής χαράς του ευτυχισμένου ζευγαριού, της Αννούλας και του Γιάννη.

Στους βασικούς ρόλους εμφανίστηκαν οι:
Κούλα Ζερβού ..........................
Αννούλα
Ιωάννης Δεστούνης ..................
Γιάννης
Συριόπουλος ............................
Νικ Καμπ
Οικονόμου ................................
παπαδοπούλα
Βελισσάριος Κοντογιάννης .....
Σουφρωμένος
Παντόπουλος ............................
παπάς

Όλοι οι ηθοποιοί προέρχονταν από το θίασο του Ωδείου Αθηνών των Νάζου και Θωμά Οικονόμου. Επί της οθόνης εμφανίζονταν και γνωστές προσωπικότητες της εποχής, προκαλώντας τον ενθουσιασμό των θεατών. Επίσης συμμετείχαν κάτοικοι από τα Κιούρκα, όπου γυρίστηκαν οι περισσότερες σκηνές. Μεταξύ αυτών ο πρόεδρος, η δασκάλα, ο δάσκαλος, οι βιολιτζήδες, αλλά και οι «μανδηλωμένες γριούλες», οι «μελαχρινές κουμπάρες», τα «ξυπόλητα ζωηρά παιδάκια και κοριτσάκια» και οι «θαυμαστοί λευκοί γέροι των αττικών χωριών», κατά την παραστατική περιγραφή του Εμπρός. Πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν και... τα φυσικά τοπία - σταθερή αξία των πρώτων ελληνικών φιλμ.

Καθώς οι περισσότεροι κομπάρσοι δεν είχαν ιδέα από κινηματογράφο, δεν έλειψαν τα ευτράπελα. Για παράδειγμα, κατά το γύρισμα της σκηνής του γάμου ανάμεσα στην Αννούλα και το Γιάννη έξω από την εκκλησία των Κιούρκων, ο πρόεδρος του χωριού παρασύρθηκε τόσο πολύ, ώστε έτρεξε προς τη μεριά της νύφης μπαίνοντας στο πλάνο. Ωστόσο, η κίνηση αυτή ήταν τόσο φυσική και αληθοφανής, ώστε το γύρισμα δεν επαναλήφθηκε.

Ένα άλλο ενδιαφέρον παραλειπόμενο από τα γυρίσματα της ταινίας, το πώς ο Δήμος Βρατσάνος κατάφερε να κάνει την πρωταγωνίστρια, Κούλα Ζερβού, να κλάψει στις σκηνές που το απαιτούσαν. Αφού προηγουμένως είχε δοκιμάσει ανεπιτυχώς να προκαλέσει τεχνητά δάκρυα με κρεμμύδια και αμμωνία, το κατόρθωσε ρίχνοντας της σταγόνες νερού μ’ ένα σταγονόμετρο!

ΠΡΟΒΟΛΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Αναφέρθηκε ήδη ότι η πρεμιέρα της ταινίας δόθηκε στην Αθήνα στις 5 Απριλίου. Την επόμενη εβδομάδα (από 13.04) η «Αννούλα» ταξίδεψε στη Σμύρνη. Αμέσως μετά το Πάσχα προβλήθηκε για λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη από τον κινηματογράφο «Σπλέντιτ» υπό τον τίτλο «Η τύχη της Αννούλας από την Πελοπόννησο», ενώ στις αρχές Μαΐου επέστρεψε και πάλι στους κινηματογράφους «Σπλέντιτ» και «Αττικόν» της πρωτεύουσας, ενδεικτικό της μεγάλης ανταπόκρισης του κοινού. Τις προβολές συνόδευε πρωτότυπη μουσική, ειδικά προσαρμοσμένη στο σενάριο.

Η «Προίκα της Αννούλας» προβλήθηκε και στην ομογένεια της Αμερικής, όπως στο «Lowell Opera House» της πόλης Λόουελ της Μασαχουσέτης στις 26 Δεκεμβρίου 1920.

Τα σχόλια του τύπου ήταν εξαιρετικά θετικά. Σύμφωνα με την εφημερίδα Νέα Ελλάς, ήταν «το πρώτον άξιον του ονόματος Ελληνικόν κινηματογραφικόν έργον», ενώ ο οπερατέρ Μαρτέλλι «εδέχθη θερμότατα συγχαρητήρια διά την επιτυχίαν και την καθαρότητα της ταινίας».

Σε μια «πιστοτάτη Ελληνική ηθογραφία εις φιλμ εξόχως καθαρόν» αναφέρθηκε η Εστία, ενώ η Πατρίς μνημόνευε την «αχόρταστον περιέργειαν» των θεατών και επαινούσε την «εκτύλιξιν της Ελληνικής ζωής, το κοπάδι, το χωριό, τον χορόν, της χωριατοπούλες, τον τραυματίαν του Σκρα, σεμνόν σύμβολον των αγώνων του Ελληνικού Λαού, τον μετανάστην, την παπαδοπούλα, τα βιολιά..». Η εφημερίδα απέδιδε την επιτυχία της ταινίας στη «σοφή σκηνοθεσία» και το «λαμπρόν μηχάνημα, χάρις εις το οποίον η πρώτη Ελληνική ταινία εβγήκε καθαρωτάτη». Πολύ θετικά τα σχόλια για τους ηθοποιούς και ιδίως για την Ζερβού που αποτελούσε «υπόδειγμα χάριτος και Ελληνικής τέχνης», ενώ «άξιους συγχαρητηρίων» έκρινε η εφημερίδα τους Δεστούνη και Κοντογιάννη.

Υμνητικό ως προς το ταλέντο της Κούλας Ζερβού ήταν το πρώτο σχόλιο και του Εμπρός, εξαίροντας ιδιαίτερα την ερμηνεία της στη σκηνή της προσευχής μπροστά στο εικόνισμα και παρομοιάζοντάς τη «με πίνακα του Γκύζη», που προκάλεσε «γενικό ενθουσιασμό».

Ο συγγραφέας Δημήτρης Χατζόπουλος, που υπέγραφε ως «Πεζοπόρος» (και πάλι στο Εμπρός) περιέγραφε την ταινία ως «γενική ηθογραφία του αγροτικού αττικού βίου», αν και δεν ήταν ευχαριστημένος από το φυσικό τοπίο, θεωρώντας ότι «τα Κιούρκα μπορούσαν ίσως να δώσουν καλλιτέρας απόψεις». Εξύμνησε την Ζερβού, που έμοιαζε με «αληθινή χωριατοπούλα του ορεινού αττικού χωριού» και διατηρούσε «από την αρχή έως το τέλος αφελή έκφρασιν, όπως σπανίως παρατηρείται εις το ελληνικόν θέατρον».
Ο «Πεζοπόρος» εφιστούσε την προσοχή των κινηματογραφικών δημιουργών να μην περιπέσουν σε «εξεζητημένη απόδοση του κουλαίρ λοκάλ», ώστε να μην κουραστεί το κοινό από την υπερβολή, διευκρινίζοντας ότι αυτό δεν ίσχυε στην περίπτωση της «Αννούλας», που διεπόταν από «απλότητα». Μάλιστα, πρότεινε τη διασκευή συγκεκριμένων έργων της ελληνικής φιλολογίας, τα οποία μπορούσαν να κινηματογραφηθούν «με επιτυχή απόδοσιν του ελληνικού περιβάλλοντος», όπως η «Αμαρυλλίς» του Δροσίνη, η «Λυγερή» του Καρκαβίτσα, ο «Πατούχας» του Κονδυλάκη κ.ά.

Θετικά σχόλια έγραψε και ο Κόσμος της Σμύρνης με αφορμή την προβολή της «Προίκας της Αννούλας» σε όλους τους κινηματογράφους της πόλης: «Η υπόθεσις χωρίς να έχη τίποτε το κοινόν με τας άλλας ταινίας θα συγκινήση βαθέως την καρδίαν με την απλότητά της, και την ιδιοτροπίαν της Τύχης που ευνοεί μιαν κόρην πτωχήν κερδίζουσαν ένα από τους λαχνούς του λαχειοφόρου δανείου της Μ. Ελλάδος και μαζί μ’ αυτήν και τον λεβέντην της, ένα ηρωικόν φαντάρον του Σκρα».

Η πιο ενδιαφέρουσα και εμπεριστατωμένη κριτική ως προς τις ερμηνείες των ηθοποιών ήταν αυτή του Παύλου Νιρβάνα, που δημοσίευσε ο ελληνοαμερικανικός Εθνικός Κήρυξ:
«[...] Η κ. Κούλα Ζερβού εις τον ρόλον της Αννούλας, ημπορεί ωρισμένως να διεκδικήση πλέον και τον τίτλον της «γοήσσης». Τον δύσκολον ρόλον της τον απέδωκε με μίαν εσωτερικότητα εντελώς εξαιρετικήν. Η δεσποινίς, η υποκριθείσα την μητέρα της Αννούλας, έπαιξε με πολλήν φυσικότητα, χαρακτήρα και αίσθημα. Εξαιρετική είναι επίσης η επιτυχία των δύο κυρίων ανδρικών ρόλων. Ο κ. Δεστούνης έκαμεν ένα Γιάννην συμπαθητικώτατον, απ' αρχής μέχρι τέλους και ο κ. Συριόπουλος έναν Αμερικανόν αντιπαθητικώτατον. Αλλά και τα δευτερεύοντα πρόσωπα δεν υστέρησαν εις το αρμονικόν σύνολον, με το οποίον μας έχει συνειθίσει ο θίασος του Ωδείου. Η δις Οικονόμου, ως παπαδοπούλα, που έσυρε και τον χορόν, δροσερωτάτη εμφάνισις εις τον μικρόν της ρόλον, αληθινή παπαδοπούλα. Ο κ. Κοντογιάννης, παρ' όλον τον δευτερεύοντα ρόλον του Σουφρωμένου, υπήρξε και επί της οθόνης ο Κοντογιάννης της σκηνής. Ο κ. Παντόπουλος θα ήτο λαμπρός παπάς, αν δεν του έφταιγαν το ράσο και η περούκα του. Αλλά δεν θα είχε κανείς, παρά ένα καλόν λόγον και διά τα τριτεύοντα ακόμη πρόσωπα, τα οποία κατώρθωσαν να προσαρμοσθούν προς το σύνολον, μηδέ των πραγματικών χωρικών εξαιρουμένων. Ό,τι κατώρθωσαν όλοι, διά πρώτην φοράν παίζοντες ενώπιον φακού, είναι σχεδόν ανέλπιστον».
Και ο Νιρβάνας έκλεινε το άρθρο του με μια ευχή: «Η Προίκα της Αννούλας”, με την εμφάνισίν της αυτήν, δεν ημπορεί παρά να είναι η αρχή ενός Ελληνικού Κινηματοθεάτρου. Το πρώτον πείραμα επέτυχε. Δεν λείπει, παρά να συνεχισθή. Και αξίζει τον κόπον, υπό πολλάς επόψεις».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου