«Η μύτη της Αθηνάς» («Όνειρον αρχαιολόγου»):Η πρώτη ελληνική ταινία μυθοπλασίας. Μέρος δεύτερο: Η "οδύσσεια" των γυρισμάτων

Παρότι η «Μύτη της Αθηνάς» δεν έτυχε πολλών δημόσιων προβολών, αφού άλλωστε ο σκοπός της ταινίας δεν ήταν εμπορικός, έχουμε στη διάθεσή μας ασύλληπτα πολλές λεπτομέρειες από τα παρασκήνια. Βασική πηγή είναι μια σειρά επτά χιουμοριστικών χρονογραφημάτων του Νικόλαου Λάσκαρη, που δημοσιεύτηκαν στο Έθνος μεταξύ 25 Απριλίου και 1 Μαΐου 1914, όπως επίσης ελάχιστα ρεπορτάζ εφημερίδων της εποχής, που περιέγραφαν σκηνές και παραλειπόμενα από τα γυρίσματα.

Επιστρέφουμε λοιπόν στην 31η Μαρτίου 1914, τότε που ο Τσοκόπουλος εισέβαλε στο γραφείο του Λάσκαρη. Ο θεατρικός συγγραφέας δεν χρειάστηκε πάνω από μισή ώρα για να πειστεί να πρωταγωνιστήσει στην ταινία και λίγες ώρες αργότερα, το απόγευμα της ίδιας μέρας έγινε η πρώτη συνάντηση των πρωταγωνιστών στο μέγαρο Πάλλη. Εκεί επιχειρήθηκε μια πρώτη, πρόχειρη πρόβα, ενώ τα γυρίσματα ξεκίνησαν επισήμως την επομένη στο γραφείο του μεγάρου Σλήμαν (Ιλίου Μέλαθρον, ιδιοκτησίας του Αγαμέμνονα Σλήμαν) επί της οδού Ακαδημίας. Δεν ήταν ψέμα... Ο ελληνικός κινηματογράφος άρχισε ν' ανακαλύπτει τη μυθοπλασία μια πρωταπριλιά!

Το γραφείο του Σλήμαν θα χρησιμοποιούταν ως σκηνικό για το υποτιθέμενο γραφείο του αρχαιολόγου ήρωα της ταινίας. Αυτή τουλάχιστον ήταν η αρχική πρόθεση. Δεν υπήρξε κάποια σκηνογραφική παρέμβαση, αλλά αυτό ήταν ασήμαντη λεπτομέρεια μπροστά στα τόσα τεχνικά προβλήματα.

Καλύτερα προετοιμασμένος εμφανίστηκε ο Νικόλαος Λάσκαρης, ο οποίος είχε την έμπνευση να φορέσει μια ξανθιά περούκα, ώστε να μοιάζει περισσότερο Νορβηγός. Μόνο που το χρώμα της περούκας δεν ήταν ακριβώς ξανθό, αλλά... καναρινί, ώστε η παρουσία του και μόνο προκάλεσε τα γέλια των παρευρισκόμενων καθυστερώντας την έναρξη των γυρισμάτων. Βέβαια, όπως έντρομος θα πληροφορούταν αργότερα ο πρωταγωνιστής, το ανοιχτό χρώμα της περούκας δεν θα μπορούσε ν' αποτυπωθεί στο φιλμ, όμως ο Λέστερ τον καθησύχασε ότι θα φρόντιζε το θέμα κατά την επεξεργασία. Αν το πέτυχε ή όχι, αυτό μάλλον δεν θα το μάθουμε ποτέ.

Με τα σπαστά του ελληνικά, ο σκηνοθέτης Εμίλ Λέστερ επέπληττε διαρκώς τους - ανίδεους από κινηματογράφο - πρωταγωνιστές του να μην φεύγουν από τις θέσεις τους, γιατί χάνονταν από το πλάνο. Εκείνοι, όμως, επέμεναν να του κάνουν την ζωή δύσκολη όχι μόνο με την υπερκινητικότητά τους, αλλά και με συνεχή, αυθόρμητα γέλια.

Κάποια στιγμή τα γέλια κόπασαν και ακούστηκε το πρώτο «πάμε», ωστόσο γρήγορα αποδείχτηκε ότι το γραφείο του Σλήμαν δεν ήταν ο πλέον ιδανικός χώρος για το γύρισμα μιας ταινίας. Το φόντο ήταν πολύ σκούρο, ώστε δεν διακρινόταν καν η Αθηνά, η μύτη της οποίας βρισκόταν στο επίκεντρο του σεναρίου. Έτσι, η Σακορράφου, ντυμένη ως αρχαία θεά με χρυσό θώρακα, κράνος και δόρυ βγήκε στον εξώστη του μεγάρου, όπου επιχειρήθηκε να συνεχιστεί η κινηματογράφηση.

Καθώς η ώρα είχε πάει 3 το μεσημέρι, η κίνηση στους δρόμους ήταν αυξημένη. Πολλοί περαστικοί, που αγνοούσαν τι ακριβώς συνέβαινε, σταματούσαν και σταυροκοπιόντουσαν βλέποντας το αξιοπερίεργο θέαμα μιας γυναίκας ντυμένης τόσο παράξενα να στέκεται στο μπαλκόνι του μεγάρου. Όλο αυτό προκάλεσε τον εκνευρισμό της Σακορράφου, που ένιωθε άβολα ν' αποτελεί αξιοθέατο της... μισής Αθήνας. Τελικά, ο Λέστερ δεν έμεινε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και - προς τρόμο των πρωταγωνιστών - αποφασίστηκε να επαναληφθεί το γύρισμα της ίδιας σκηνής την επόμενη μέρα στην αυλή του Βασιλικού θεάτρου, όπου υπήρχε καλύτερος φωτισμός.

Το επόμενο πρωί, η αυλή του Βασιλικού θεάτρου μεταβλήθηκε σε σπουδαστήριο χάρη στη σκηνογραφική παρέμβαση του Κανακάκη. Όμως γρήγορα το νέο διαδόθηκε και επί τόπου έκανε την εμφάνισή του ο πρίγκιπας Χριστόφορος, συνοδευόμενος από δυο κυρίες, για να παρακολουθήσει το γύρισμα από κοντά. Εξάλλου, γεμάτα από κόσμο ήταν τα παράθυρα και τα μπαλκόνια των γειτονικών σπιτιών, αυξάνοντας το τρακ των ερασιτεχνών ηθοποιών. Αν και οι έντρομοι συντελεστές φλέρταραν με την ιδέα μιας αναβολής, τελικά όλα κύλησαν ομαλά.

Τη Μ. Πέμπτη, πρωταγωνιστές και απρόσκλητοι θεατές συγκεντρώθηκαν και πάλι στο Βασιλικό θέατρο για να παρακολουθήσουν το φιλμ από το γύρισμα της προηγούμενης ημέρας. Στην αρχή όλοι έδειχναν ικανοποιημένοι, ώσπου στο πλάνο εμφανίστηκε η Αθηνά να βγαίνει από τη βιβλιοθήκη, να καλύπτει τον εξαφανισμένο από το πλάνο Λάσκαρη και να μιλάει «σαν παλαβή», όπως ο ίδιος ο πρωταγωνιστής θα σχολίαζε σ’ ένα χρονογραφήμά του. Αν και ο Λέστερ έδειχνε ευχαριστημένος, τελικά υπέκυψε στις πιέσεις να επαναληφθεί η κινηματογράφηση της σκηνής, όμως αυτή αναβλήθηκε για την επομένη λόγω ελλείψεως... κορδέλας. Δεν ακολούθησε άλλη δοκιμαστική προβολή και όλοι αρκέσθηκαν στις διαβεβαιώσεις του σκηνοθέτη ότι η σκηνή βγήκε καταπληκτική.

Ύστερα από ολιγοήμερες, πασχαλινές διακοπές, τα γυρίσματα συνεχίστηκαν την Τρίτη του Πάσχα (8 Απριλίου) στα Μέγαρα, όπου κινηματογραφήθηκε η σκηνή του χορού της Τράτας. Σύμφωνα με το σενάριο, εκεί ο αρχαιολόγος θ' ανακάλυπτε μια χορεύτρια, της οποίας τη μύτη θα μετρούσε. Τη χορεύτρια θα υποδυόταν η δεσποινίς Λάμπρου, ενώ στη σκηνή θα συμμετείχαν και πολλοί κομπάρσοι, δηλαδή σχεδόν η μισή κοσμική Αθήνα: από γυναίκες οι Ναντίν Σλήμαν, Ζυγομαλά, Δαγκλή, Μεσσηντέζη, Ευκλείδη, Σαριπόλου, Αριών, η βαρώνη Ντιντλώ κ.ά. και από άνδρες οι Σλήμαν, Μανέττας, Σημαντήρας, Τσο­κόπουλος, ο στρατηγός Δαγκλής, ο πρεσβευτής της Ρουμανίας Φιλοδώρ μαζί με τη σύζυγό του, το ζεύγος Ν. Θεοτόκη, το ζεύγος Υψηλάντη, το ζεύγος Βικέλα, ο Ρ. Καραντζάς, ο Κασνάβ, το ζεύγος Γρ. Σούτσου μαζί με την κόρη τους κ.ά.

Στο συνεργείο θα πρέπει να προστεθεί κι ένας υπάλληλος, η δουλειά του οποίου ήταν να μεταφέρει την καναρινί περούκα του Λάσκαρη! Και φυσικά παρόντες ήταν επίσης οι πρωταγωνιστές της ταινίας. Πώς μετακινήθηκαν όλοι αυτοί από την Αθήνα στα Μέγαρα; Με δύο βαγόνια του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου, πλήρως φορτωμένα!

Το κινηματογραφικό συνεργείο έφθασε απροειδοποίητα στην πόλη. Οι γυναίκες της περιοχής, ντυμένες ήδη με παραδοσιακές φορεσιές, αρνούνταν να χορέψουν την Τράτα μπροστά στην κάμερα, την οποία αντιμετώπιζαν περίπου όπως οι πρωτόγονοι τα καθρεφτάκια - ή τουλάχιστον αυτό άφηνε να εννοηθεί ο Λάσκαρης προφανώς με μια δόση υπερβολής. Ακόμη και η παρέμβαση του δημάρχου της πόλης δεν φαινόταν αρκετή να τις μεταπείσει, μέχρι που η Λάμπρου παρουσιάστηκε ντυμένη με παραδοσιακή στολή και τότε οι Μεγαρίτισσες άρχισαν να ξεθαρρεύουν.

Άρχισε, λοιπόν, ο χορός και σε κάποια στιγμή ο «αρχαιολόγος» Λάσκαρης ξεπρόβαλε με τη μεζούρα στα χέρια για να καταμετρήσει τη μύτη της υποψήφιας «Αθηνάς», ενώ η σύζυγός του τον τραβούσε ζηλόφθονα από τη ρεντιγκότα. Κάποιοι ξέσπασαν σε γέλια, άλλοι ταράχτηκαν κι άρχισαν να σταυροκοπιούνται, ενώ μια γριούλα μονολογούσε αγανακτισμένη «Βάι, βάι, τον παλιόφραγκο! Και μπροστά στα μάτια της γυναίκας του μουρνταρεύεται! Φτου σου!», προτού αποχωρήσει από τον τόπο της... «κολάσεως»!

Το ραντεβού των συντελεστών ανανεώθηκε για τα Αμπατζίδικα (ή Τσαρουχάδικα) στις 10 το πρωί της επομένης. Σύμφωνα με το σενάριο, ο Νορβηγός αρχαιολόγος θα πήγαινε εκεί ντυμένος επίσημα (ύστερα από υποτιθέμενη συνάντηση με τον υπουργό Εξωτερικών), για να συνεχίσει την αναζήτηση της σωστής μύτης. Η επιλογή της συγκεκριμένης περιοχής σε συνδυασμό με την επίσημη εμφάνιση του πρωταγωνιστή αποτελούσε έξυπνο κωμικό εύρημα, καθώς εκείνη την εποχή τα Αμπατζίδικα (η οδός Πανδρόσου προς το Μοναστηράκι) δεν ήταν παρά «ένα στενοσόκακον πνιγηρόν, σκοτεινιασμένον, λείψανον των παλαιών Αθηνών, με δήθεν καταστήματα δεξιά και αριστερά όπου πωλούνται αναμίξ τσαρούχια, εικόνες, σελάχια, γιαταγάνια, φουστανέλες, φέρμελες και όλων των ειδών αρχαιότητες... νεωτέρας κατασκευής», κατά την περιγραφή του Λάσκαρη.

Κι ενώ όλοι ήταν στις θέσεις τους την προγραμματισμένη ώρα, απουσίαζε ο πρωταγωνιστής εξ αιτίας ενός ακόμη απρόοπτου: η περούκα «μεγάλωνε» το κεφάλι του και δεν χωρούσε να μπει το καπέλο! Με την καναρινί περούκα να ξεβάφει από τον ιδρώτα λόγω άγχους, ο Λάσκαρης και η σύζυγός του αναζητούσαν απεγνωσμένα κάποιον γνωστό τους με κεφάλι... μεγαλύτερο από το δικό του, που να φορούσε επομένως και μεγαλύτερο καπέλο. Η λύση δόθηκε καταφεύγοντας στον Άδωνη Κύρου, τον διευθυντή της εφημερίδας Εστία, κι έτσι εξαλείφθηκε ακόμη ένα τεχνικό εμπόδιο· μόνο που το καπέλο δεν θα επιστρεφόταν ακέραιο στον ιδιοκτήτη του, αλλά φθαρμένο από την ταλαιπωρία των γυρισμάτων.

Για ακόμη μια φορά, από το γύρισμα δεν έλειπαν οι γνωστές κυρίες και δεσποινίδες της κοσμικής Αθήνας, όπως η Δαγκλή, η Λάμπρου, η Κουτσαλέξη, η Σασλή, η Νικολαΐδη, η Ευκλείδη, η Βότσαρη, η Ερμπιγιόν κ.ά., συνοδευόμενες από... απρόσκλητους καβαλιέρους. Βλέποντας ξαφνικά τόσο κόσμο μαζεμένο, οι καταστηματάρχες της περιοχής έτριβαν τα χέρια τους από χαρά προσδοκώντας αυξημένο τζίρο, όμως πολύ γρήγορα προσγειώθηκαν στην πραγματικότητα. Οι πλούσιες κυρίες δεν θα ψώνιζαν στ' αλήθεια, αλλά στα ψέματα για τις ανάγκες της ταινίας. Η παρέμβαση του Λέστερ καταλάγιασε τις διαμαρτυρίες των εμπόρων εν τη γενέσει τους, η εξέγερση αποφεύχθηκε κι επιτέλους το γύρισμα ξεκίνησε.

Η αμηχανία των καταστηματαρχών αποτυπώθηκε γλαφυρά σε ρεπορτάζ της εφημερίδας Πατρίς:
«Μικροέμποροι, τσαρουχάδες, αμπατζήδες, παλαιοπώλαι, διατηρούντες και αυτοί τον επαρχιώτικον τύπον όπως και εις τα είδη που πωλούν είδαν διά πρώτην φοράν τόσον πλήθος λεπτοφυών Ατθίδων ανά μέσω των. Εξήλθαν όλοι εις της πόρτες των μαγαζειών των και εκύτταζαν τας ξένας διά τον δρόμον των κυρίας και την κινηματογραφικήν μηχανήν του κ. Λέστερ ως άνθρωποι μη γνωρίζοντες αν αυτό που εγίνετο ήτο επέλασις κατακτητών ή πρόοδος. Ο κ. Λάσκαρης εισέρχεται αιφνιδίως εις ένα μαγαζί, βγάζει την ξανθήν περούκαν του, την βυθίζει εις το κεφάλι και επάνω καθίζει το υψηλόν του καπέλλο. Ο καταστηματάρχης τον παρατηρεί ενεώς.
Έπειτα αρχίζει το τικ τακ της κινηματογραφικής μηχανής. Χωροφύλακες παρατυχόντες μόλις κατορθώνουν να συγκρατούν το πλήθος των περιέργων που συνωστίζονται διά να ποζάρουν νομίζοντες ότι πρόκειται περί απλής φωτογραφίας. Αι κυρίαι προχωρούν, κυττάζουν τα διάφορα είδη τα ανηρτημένα εις τους κρεμαστήρας ενός μαγαζειού, τσαντάκια χειροκέντητα, τσαρούχια κτλ. όταν ο κ. Λάσκαρης επιπίπτει και αρχίζει να μετρά την μύτην μιας κυρίας. Από τα βάθη των χαμηλών καταστημάτων παρατηρούν οι εργάται με περιέργειαν. Ένας κάνει τον σταυρόν του και λέγει.
- Τι κατασκευάζει ως τόσο ο άνθρωπος [..]».

Ύστερα από κλήρωση, ως η «τυχερή», της οποίας της μύτη θα μετρούσε ο «Νορβηγός αρχαιολόγος» (χωρίς φυσικά να λείψουν οι συνήθεις σκηνές ζηλοτυπίας της συζύγου του), αναδείχτηκε η κυρία Ερμπιγιόν. Η σκηνή τραβήχτηκε μεν σε μία λήψη, όμως η περιοχή ήταν πολύ σκοτεινή και το αποτέλεσμα αμφίβολης ποιότητας. Το γεγονός αυτό τελούσε σε γνώση του Λέστερ, ο οποίος μάλιστα είχε ενημερώσει σχετικά τους πρωταγωνιστές του από την αρχή, όμως δεν θεώρησε σκόπιμο να επαναλάβει το γύρισμα σε κάποια άλλη περιοχή, καταλληλότερη για κινηματογράφηση. Πώς θα αντιμετώπιζε το πρόβλημα; Με τις καρτέλες που θα εμφανίζονταν επί της οθόνης και θα ενημέρωναν τους θεατές τι ακριβώς συνέβαινε!

Από τα Αμπατζίδικα σύσσωμο το συνεργείο μεταφέρθηκε στο ζαχαροπλαστείο του «Γιαννάκη», ένα από τα πιο γνωστά κοσμικά στέκια της εποχής. Εκεί βρίσκονταν ήδη άλλες κοσμικές κυρίες, όπως η Σλήμαν, η Ροΐδου, οι δεσποινίδες Ζυγομαλά κ.ά. μαζί με τη Σακορράφου.

Στου «Γιαννάκη» μετρήθηκε η μύτη της Ναντίν Σλήμαν, αλλά - σε αντίθεση με τα Αμπατζίδικα - η περιοχή ήταν πολύ φωτεινή κι όλα φαίνονταν θαμπά, ώστε στην οθόνη δύσκολα θα ξεχώριζαν τα πρόσωπα. Ούτε αυτό, όμως, προβλημάτισε τον Λέστερ, ο οποίος και πάλι καθησύχασε τους πρωταγωνιστές του πως με μια επιγραφή οι θεατές θα καταλάβαιναν περί τίνος πράγματος (και περί τίνων προσώπων) επρόκειτο! Η λύση ήταν σαφώς ερασιτεχνική, αλλά και μια από τις ευκολίες του βωβού κινηματογράφου, που σε μεγάλο βαθμό βασιζόταν στις επεξηγηματικές καρτέλες μεταξύ των σκηνών.

Σε εφημερίδα της εποχής αναφέρθηκε κι ένα χαριτωμένο παραλειπόμενο από τα γυρίσματα στο ζαχαροπλαστείο. Εκεί βρισκόταν ένα ερωτευμένο ζευγαράκι, («εκείνος εικοσαετής, εκείνη δέκα εξ αριθμούσα Μαΐους»), τόσο αφοσιωμένοι στην αθώα εκδήλωση του έρωτά τους, ώστε αρχικά δεν κατάλαβαν ότι τους είχε κινηματογραφήσει η μηχανή του Λέστερ και ότι «τα μυστικά [τους] θα γίνουν γνωστά, αφού θα παρελάσουν επί της οθόνης», με αποτέλεσμα να προκληθεί μια σχετική αναστάτωση, όταν το συνειδητοποίη­σαν («- Εχαθήκαμε, εψιθύρισεν η ατθίς. - Κατεστράφημεν με την αφηρημάδα μας, εψιθύρισε ο ατθός»). Δεν γνωρίζουμε αν όντως το μυστικό αποκαλύφθηκε την ημέρα της μεγάλης κινηματογραφικής πρεμιέρας, ωστόσο η εφημερίδα εκτιμούσε ότι «προ της εκπλήξεως της οθόνης θα προηγηθούν αρραβώνες».

Το επόμενο απόγευμα ο «αρχαιολόγος» και η σύζυγός του μαζί με τους δύο ξεναγούς (δηλ. αντίστοιχα ο Λάσκαρης, η Πάλλη, ο Κυριακίδης κι ο Καμάρας) και πλήθος κομπάρσων (οι πανταχού παρούσες κοσμικές κυρίες και δεσποινίδες) βρέθηκαν στο σιδηροδρομικό σταθμό Πελοποννήσου. Αυτή τη φορά έγινε μια απόπειρα πρόβας, όσο το γύρισμα καθυστερούσε από την αργοπορία των ξαφνιασμένων επιβατών, καθώς το τρένο είχε σταματήσει σε άλλο σημείο από το σύνηθες, στα πρόθυρα του σταθμού. Δεν έλειψε και η παρεξήγηση μ' ένα χωροφύλακα, που δεν είδε με καλό μάτι την ξανθιά περούκα του Λάσκαρη, αλλά τελικά όλα κύλησαν ομαλά. Όσον αφορά την κινηματογράφηση, αυτήν τη φορά δεν υπήρχε πρόβλημα φωτισμού αλλά.. κουνήματος της μηχανής του Λέστερ, ο οποίος, παρότι οι ηθοποιοί του έκαναν για πρώτη φορά πρόβα, προτίμησε τελικά να τραβήξει πλάνα από τους υπόλοιπους επιβάτες του τρένου!

Το ραντεβού ανανεώθηκε για την επομένη, 11 Απριλίου, οπότε κινηματογραφήθηκαν οι πιο φιλόδοξες σκηνές. Πρώτος τόπος συνάντησης ήταν ο σταθμός του Μακρυγιάννη, όπου γυρίστηκε μια σκηνή μέσα στο τραμ. Δύο βαγόνια είχαν παραχωρηθεί για τις ανάγκες της ταινίας, ενώ η συγκοινωνία της γραμμής διακόπηκε για μια ολόκληρη ώρα. Στο πρώτο βαγόνι κάθονταν ο Κυριακίδης, η δεσποινίς Ζυγομαλά, της οποίας η μύτη θα έπρεπε να μετρηθεί αυτήν τη φορά, καθώς και το γνωστό πλήθος των κοσμικών κο­μπάρσων. Ο Λέστερ βρισκόταν στο δεύτερο βαγόνι και τραβούσε πλάνα προσέχοντας μην τυχόν σπάσουν οι κορδέλες της κάμερας από τα πολλά τραντάγματα.

Τα βαγόνια ξεκίνησαν - μαζί και το γύρισμα. Σύντομα έγινε μια στάση, ώστε ν' ανεβεί στο πρώτο βαγόνι ο «Νορβηγός αρχαιολόγος», ο οποίος μέτρησε τη μύτη της Ζυγομαλά κι εκείνη τον χαστούκισε. Ακολούθησε αναστάτωση, στην οποία δεν συμμετείχαν μόνο οι μυημένοι κομπάρσοι, αλλά και οι ανυποψίαστοι διαβάτες. Μεταξύ αυτών ήταν κι ένας χωροφύλακας, ο οποίος θεώρησε ότι γινόταν κάποιο σοβαρό επεισόδιο και θέλησε να οδηγήσει τους ταραξίες στο τμήμα. Αυτό τελικά αποφεύχθηκε, όταν ο λοχαγός Λασκαράκης, ένας από τους κομπάρσους, του εξήγησε τι πραγματικά συνέβαινε, κάτι που ο χωροφύλακας δεν φάνηκε να εκτίμησε ιδιαίτερα, αφού αποχωρώντας μουρμούριζε: «Σαν δεν ντρέπουνται και λίγο κοτζάμ άντροι και γυναίκες...» - κατά τη μαρτυρία του Λάσκαρη.

Στη συνέχεια, η μηχανή του Λέστερ κινηματογράφησε όλα τα ιδιωτικά αυτοκίνητα των Αθηνών, που παρέλασαν στο δρόμο κάτω από την Ακρόπολη, με το σκηνοθέτη να φωνάζει στους οδηγούς να μην βιάζονται, καθώς πολλοί θεώρησαν ότι είχαν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να κάνουν επίδειξη ταχύτητας, που όμως δεν συμβάδιζε με τη βραδύτερη ταχύτητα της κινηματογράφησης. Κι επειδή οι δρόμοι δεν ήταν ασφαλτοστρωμένοι, το αποτέλεσμα ήταν να σηκωθεί πολλή σκόνη επισκιάζοντας σχεδόν τα πάντα.

Η επιλογή της περιοχής δεν ήταν τυχαία. Από την πρώτη ελληνική ταινία μυθοπλασίας δεν θα μπορούσε να λείπει το μνημείο της Ακρόπολης. Εκεί συγκεντρώθηκαν περισσότεροι κομπάρσοι από ποτέ. «Παν ό,τι είχε να επιδείξη η πρωτεύουσα εις χάριν και κομψότητα αντιπροσωπεύθη με το παραπάνω την ημέραν αυτήν», θα σχολίαζε ο Λάσκαρης σ' ένα από τα κείμενά του. Ανάμεσά τους και δύο μέλη της βασιλικής οικογένειας, η πριγκίπισσα Ελένη και ο πρίγκιπας Χριστόφορος, ο οποίος λίγο νωρίτερα δεν είχε χάσει την ευκαιρία να συμμετάσχει και στην επίδειξη των αυτοκινητιστών.

Στην Ακρόπολη βρίσκονταν οι κυρίες και δεσποινίδες Δαγκλή, Λάμπρου, Ευκλείδη, Σλήμαν, Αθανασιάδη, Θεοχάρη, Πεσμαζόγλου, Νικολαΐδη, Κολοκοτρώνη, Κατερινοπούλου, Ροΐδη, Καμάρα, Τρικούπη, Ράλλη, Περόγλου, Κωμανού, Ανδριτσάκη, Αραβαντινού, Κουτσαλέξη, Γρυπάρη, Αλμέιδα, καθώς και οι κύριοι Μαζαράκης, Μπασιάς, Τσοκόπουλος, Λάσκαρης, Κυριακίδης, Καμάρας, Βλάχος, Κοκινίδης, Καρατζάς, Κολοκοτρώνης, Σαλταφέρας, Σημαντήρας, Φίλωνας κ.ά. Τυχαία βρισκόταν εκεί και ο Ούγγρος ζωγράφος Λασλόουν, που επίσης κινηματογραφήθηκε.

Το γύρισμα στον ιερό βράχο αποτέλεσε μια πρώτης τάξεως διαφήμιση για την ταινία, καθώς την επομένη αρκετές εφημερίδες ασχολήθηκαν μαζί της. Η Εφημερίς σχολίαζε:
«Ουδέποτε θα είδεν η μικρά πλατεία του σταθμού Μακρυγιάννη κομψοτέραν συγκέντρωσιν από την χθεσινήν.
Κατά τις 4 μ.μ. αυτοκίνητα στίλβοντα, άμαξαι ιδιωτικαί και σκονισμένοι πεζοί, όλοι βιαστικοί καταφθάνουν και με ύφος μυστηριώδες κάτι ανέμενον. Εις την γραμμήν Ακροπόλεως εν ηλεκτρικόν τραμ με ανοικτόν ρυμουλκούμενον περιμένει και αυτό.
- Μα επί τέλους τι συμβαίνει.
Η εμφάνισις του κ. Λέστερ με την κινηματογραφικήν μηχανήν λύει την απορίαν.
- Να το σινεμά, φωνάζουν αι κομψαί κυρίαι από τα αυτοκίνητα.
- Και γι' αυτό συνεμαζεύθηκε όλος αυτός ο κόσμος, απαντά αφελής διαβάτης.
Μετ' ολίγα λεπτά αρχίζει η κίνησις. Τα αυτοκίνητα φωνάζουν ωσάν συναχωμένοι γέροι, αι άμαξαι προσπαθούν να τα φθάσουν και οι πεζοί επιβαίνουν του τραμ.
Εις το ρυμουλκούμενον κομψαί κυρίαι ζωηρότατα συνομιλούν και από τας συνομιλίας αυτάς μανθάνομεν ότι πρόκειται υπέρ της Ηπειρωτικής περιθάλψεως να εκτυλιχθή εις το Β. θέατρον κινηματογραφική ταινία, με γνωστότατα πρόσωπα υποδυόμενα διαφόρους ρόλους εις τα κυριώτερα κέντρα των Αθηνών [...]».

Αυτήν τη φορά δεν μετρήθηκε κάποια μύτη, αλλά ο «αρχαιολόγος» Λάσκαρης ανέβηκε στον αρχαίο ναό για να να δει το άγαλμα της Αθηνάς, το οποίο και «ζωντάνεψε» προς στιγμή. Ο Τσοκόπουλος υποδύθηκε κάποιον ξεναγό, που ανεβασμένος σ' ένα βράχο έδινε μια κωμική διάλεξη με υπερβολικές χειρονομίες στους «περιηγητές» και παρεξηγήθηκε από τους ελάχιστους, πραγματικούς ξένους επισκέπτες. Τέλος, μια κωμική σκηνή αφορούσε την πτώση του αρχαιολόγου από τις βαθμίδες του Παρθενώνα, ενώ προσπαθούσε να φωτογραφήσει το Ερεχθείο.

Η επόμενη λήψη πραγματοποιήθηκε στις 12 Απριλίου στο Ακταίον του Φαλήρου, όπου, σύμφωνα με το σενάριο, θα δινόταν ένα five o’clock τσάι προς τιμή του «Νορβηγού αρχαιολόγου» και της συζύγου του. Αυτή τη φορά, η βασιλική οικογένεια υπερεκπροσωπήθηκε, αφού εκτός από τους - «βετεράνους» πλέον - Χριστόφορο και Ελένη συμμετείχαν επίσης ο διάδοχος του θρόνου και η Μεγάλη Δούκισσα Μαρία Παυλόβνα. Παρευρέθησαν επίσης οι κυρίες και δεσποινίδες Γρυπάρη, Χαλκοκονδύλη, Κομανού, Πε­ρόγλου, Ζίφου, Σταθάτου, Σλήμαν, Ροΐδη, Μεταξά, Σασλή, Μπότσαρη, Αλμέιδα, Λάμπρου, Κετσέα, Ζυγομαλά, Νικολοπούλου, Ευκλείδη, Κωνσταντινίδη, Πεσμαζόγλου, Ράλλη, Σταθάτου, Νεγρεπόντη, Θεοχάρη, Δαγκλή, Αργυροπούλου, Κουτσαλέξη, Ανδριτσάκη, Μαυρογένη, Ζυγομαλά, Συριώτη κ.ά.

Η άφιξη των μελών της βασιλικής οικογένειας στη φαληρική ακτή λίγο μετά τις 4 το απόγευμα σήμανε και την έναρξη των γυρισμάτων, με το σκηνοθέτη να παρατάει την κάμερα, ενώ βρισκόταν σε λειτουργία, για να υποκλιθεί στους «υψηλούς» καλεσμένους! Κατά τ' άλλα, η λήψη της συγκεκριμένης σκηνής χαρακτηρίστηκε από τον Λάσκαρη ως «γκραν σουκσέ κινηματογραφίκ», καθώς οι παρευρισκόμενες κοσμικές κυρίες πόζαραν με περισσή χάρη μπροστά στον φακό. Μάλιστα, ήταν η πρώτη σκηνή, κατά την οποία ο Λέστερ δεν γκρίνιαξε ούτε μια φορά!

Αν κάποιοι αισθάνονταν άβολα, αυτοί ήταν δύο από τους πρωταγωνιστές, ο Λάσκαρης και η Σακορράφου, οι οποίοι θα έπρεπε να γυρίσουν μια πολύ δύσκολη σκηνή. Ο πρώτος έπρεπε ν' απαγάγει τη δεύτερη, η μύτη της οποίας ήταν και η.. τυχερή. Ας μην ξεχνάμε ότι η Σακορράφου υποδυόταν τη θεά Αθηνά, άρα αναμενόμενα υποδύθηκε και τη σωσία της. Στη συνέχεια θ' ακολουθούσε η δι' αυτοκινήτου καταδίωξη του απαγωγέα από τη σύζυγό του κι έναν ξεναγό - η Πάλλη κι ο Καμάρας.

Μετά την αρχική αμηχανία, ο Λάσκαρης και η Σακορράφου σκηνοθέτησαν τους εαυτούς τους... μόνοι τους, αφού στην πράξη ο Λέστερ περιοριζόταν περισσότερο στα καθήκοντα του οπερατέρ, χωρίς να έχει ιδιαίτερη σκηνοθετική άποψη. Άλλωστε δεν είχε καμία εμπειρία από ταινίες μυθοπλασίας, αφού έως τότε είχε κινηματογραφήσει μόνο «επίκαιρα». Τελικά, η σκηνή γυρίστηκε υπό τα γέλια των πρωταγωνιστών και την γκρίνια του σκηνοθέτη για την καθυστέρηση.

Τα τελευταία γυρίσματα της «Μύτης της Αθηνάς» πραγματοποιήθηκαν στο Ζάππειο το επόμενο πρωί. Το συνεργείο συγκεντρώθηκε στο πίσω μέρος του Ζαππείου με επικεφαλής τους Τσοκόπουλο και Ψαρρούδα, ενώ στο μέσο βρισκόταν ο Λέστερ με την κάμερα του. Το γύρισμα πραγματοποιήθηκε στο πυ­κνότερο μέρος του αλσυλίου με φόντο την Ακρόπολη.

Σύμφωνα με το σενάριο, η σύζυγος του Νορβηγού αρχαιολόγου θα φλέρταρε μ' έναν από τους ξεναγούς (εκείνον που υποδυόταν ο Καμάρας), μέχρι που ο αρχαιολόγος θα την έπιανε επ' αυτοφώρω να διαβάζει ένα ραβασάκι. Από κομπάρσους παρούσες και παρόντες ήταν η Δαγκλή, η Χαλκοκονδύλη, ο Τσοκόπουλος, η Στεφάνου, η Αλμέιδα, ο Ψαρρούδας, η Νικολοπούλου, ο Βότσης κ.ά. Το κλίμα ήταν εύθυμο και τ' αστεία κυριαρχούσαν, ώστε ο - παρών στο γύρισμα - δημοσιογράφος του Έθνους, εξέφρασε τη λύπη του, επειδή δεν υπήρχε ένας φωνογράφος να τ’ αποθανατίσει.

Στην περιοχή έκανε τον περίπατό του κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και ο ναύαρχος Κουντουριώτης, ο οποίος παρά τις παρακλήσεις των συντελεστών της ταινίας, μεταξύ των οποίων και η κόρη του, δεν πείστηκε να κάνει ένα πέρασμα μπροστά από τον κινηματογραφικό φακό. Ωστόσο, πείστηκε ένας αρχαιολόγος, που επίσης έκανε τον περίπατό του στο Ζάππειο κρατώντας ένα μπαίδεκερ και προστέθηκε στον μακρύ κατάλογο των κομπάρσων της πρώτης ελληνικής ταινίας, τα γυρίσματα της οποίας επιτέλους ολοκληρώθηκαν ύστερα από περίπου δυο εβδομάδες δουλειάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου