ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ 17: Πώς ο Αλέκος Σακελλάριος έκρινε τον ελληνικό κινηματογράφο και τις προοπτικές του το Σεπτέμβριο του 1940

Σε μια ενδεχόμενη ερώτηση για τα ονόματα σκηνοθετών του ελληνικού κινηματογράφου την εποχή της "Φίνος Φιλμς" που γνωρίζουμε, ένα από τα δυο τρία που θα μας έρχονταν στιγμιαία στο μυαλό θα ήταν και αυτό του Αλέκου Σακελλάριου, ο οποίος υπέγραψε το σενάριο και τη σκηνοθεσία δεκάδων ελληνικών ταινιών, οι περισσότερες των οποίων - ή μήπως όλες; - γνώρισαν εμπορική επιτυχία και εξακολουθούν ν' απολαμβάνουν δημοφιλίας μέχρι σήμερα. Ο Σακελλάριος υπήρξε αυτοδίδακτος, όμως με δύο άρθρα του στην εφημερίδα Ασύρματος το Σεπτέμβριο του 1940, με τα οποία σχολίαζε τις προοπτικές του ελληνικού κινηματογράφου, στρεφόταν κατά των αυτοδίδακτων ως υπευθύνων για τα φτωχά αποτελέσματα που παρουσίαζαν οι λιγοστές ελληνικές ταινίες της εποχής.

Το πρώτο άρθρο δημοσιεύτηκε στις 21 Σεπτεμβρίου. Ο Σακελλάριος, που ούτε καν φανταζόταν ότι μετά από μερικά χρόνια θα συνέβαλε καίρια στην αναγέννηση του εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου μέσα από τις στάχτες του, σχολίαζε:
«Όλα τα είχε ο Ελληνικός κινηματογράφος και μόνον η "Κινηματογραφική Ακαδημία" του έλειπε. Την αποκτήσαμε, λοιπόν κι αυτήν και ησυχάσαμε! Η αναγγελία της ιδρύσεώς της δημοσιεύτηκε χθες θριαμβευτικώς σε κάποια Αθηναϊκή εφημερίδα.
"Η ανάγκη της υπάρξεως ενός κινηματογραφικού φυτωρίου, λέγει η είδησις, τώρα ότε λειτουργούν τρία και τέσσαρα στούντιο παραγωγής ελληνικών ταινιών με αυτοσχεδίους πρωταγωνιστάς της οθόνης ήτο ενδεδειγμένη επιτακτικώς. Εις την Κινηματογραφικήν Ακαδημίαν θα καταρτίζωνται και θα αποφοιτούν καλλιτέχναι εξ επαγγέλματος, αφού ακολουθήσουν μαθήματα θεωρητικά και πρακτικά και μετάσχουν δοκιμαστικών ταινιών. Εφηρμοσμένη ψυχολογία, μιμική, μακιγιάζ, οπλομαχητική, ρυθμική και χορός, μονωδία κλπ.".
Είναι λοιπόν μερικά πράγματα τα οποία ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω. Για να γίνη κανείς γιατρός πρέπει απαραιτήτως να φοιτήση σε ιατρικήν σχολήν. Και στις ιατρικές σχολές δεν διδάσκουν, ως γνωστόν, δικηγόροι, αλλά γιατροί. Το ίδιο συμβαίνει και με τον κινηματογράφο. Για ν' αποκτήση κανείς τις απαραίτητες γνώσεις πρέπει να τις διδαχθή από ανθρώπους πο γνωρίζουν καλά την κινηματογραφική τέχνη. Τέτοιοι όμως άνθρωποι, εδώ στην Ελλάδα, δυστυχώς δεν υπάρχουν ακόμα. Το Ελληνικό φιλμ απέτυχε. Όσες ταινίες γυρίστηκαν ως τώρα ήταν, επιεικώς, γελοίες, ηλίθιες και κακότεχνες. Από τον απαίσιον και αλησμόνητον εκείνον «Δόκτορα Επαμεινώνδα» μέχρι το περυσινό «Τραγούδι της Αγάπης» που ήταν εφάμιλλόν του εις ηλιθιότητα, δεν γυρίστηκαν ούτε δέκα μέτρα ελληνικής ταινίας που να δίδουν έστω και μίαν αμυδράν ελπίδα για το μέλλον του Ελληνικού κινηματογράφου. Γνωστοί και ανεγνωρισμένοι καλλιτέχνες του θεάτρου, πούχουν δη άπειρες επιτυχίες στη σκηνή, κατώρθωσαν να γίνουν ρεζήλι στην οθόνη. Και φυσικά δεν φταίνε αυτοί. Κινηματογράφος θα πη σκηνοθέτης. Και σκηνοθέτης Έλλην – σκηνοθέτης κινηματογράφου – δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνον κάτι φιλόδοξοι και ηλίθιοι νεαροί, με μαλλιά οντουλαρισμένα και σακκάκια εκ σαμαροσκουτίου, που έχουν βάλει στο χέρι μερικούς αφελείς κεφαλαιούχους και προσπαθούν να παραστήσουν τον Βίλλυ Φορστ εις βάρος τους. Αποτέλεσμα είναι, πρώτον μεν οι κεφαλαιούχοι να χάνουν τα λεφτά τους, δεύτερον δε να γίνεται ρεζήλι ο Ελληνικός κινηματογράφος αδίκως. Αδίκως μάλιστα. Γιατί δεν είναι αδύνατον να γίνη καλό ελληνικό φιλμ. Έμψυχο υλικό υπάρχει. Οι ηθοποιοί μας είναι άριστοι. Οι επαγγελματίες, φυσικά, γιατί μ' ερασιτέχνες δεν είναι δυνατόν να γίνη σοβαρά δουλειά. Άλλως τε και οι ξένοι αστέρες είναι όλοι γνωστοί καλλιτέχνες του θεάτρου, όπως ο Χάρρυ Μπωρ, ο Πωλ Μιούνι, ο Ζουβέ, ο Σαρλ Μπουαγιέ, ο Μωρίς Σεβαλιέ, ο Βέρνερ Κράους, ο Πιέρ Ρενουάρ, η Γκάμπυ Μορλαί, η Μπαίτυ Νταίβις, κλπ. κλπ. Οι ηθοποιοί μας λοιπόν είναι άριστοι και η τέχνη τους έχει θαυμασθή επανειλημμένως και στο εξωτερικόν. Οι σκηνογράφοι μας επίσης είναι άριστοι. Συγγραφείς, ικανοί να φτιάξουν ένα σενάριο της προκοπής υπάρχουν αρκετοί δόξα τω Θεώ. Δεν μας λείπει παρά μόνον ο σκηνοθέτης και μερικοί τεχνικοί. Ένας σοβαρός επιχειρηματίας όμως θα μπορούσε ωραιότατα και φτηνότατα να τους φέρη απ' έξω.
Με "πληθώρα δωματίων", με "αχανείς αιθούσας", με "οπλομαχητικήν" και με "μονωδίας" δεν γίνεται δυστυχώς δουλειά. Είναι καιρός να το αντιληφθούμε, πριν ακόμα το κοινόν χάσει εντελώς την εμπιστοσύνην του στον Ελληνικό κινηματογράφο».

Κάποιος αναγνώστης της εφημερίδας, ενδεχομένως κάποιος από τους εμπλεκόμενους στην εγχώρια κινηματογραφική παραγωγή, αντέδρασε κι έτσι λίγες μέρες αργότερα ο Σακελλάριος επανήλθε διευκρινίζοντας την άποψή του για τις προοπτικές του ελληνικού κινηματογράφου:
«Κάπως καθυστερημένα έφτασε χθες στα χέρια μου, η απάντησις σε κάτι που είχα γράψει προ ημερών, σχετικά με τους εγχωρίους Βίλλυ Φορστ και τον Ελληνικό κινηματογράφο. Ο επιστολογράφος μου διατύπωνε, πικρότατα παράπονα επειδή "αντί να ενισχύσω και να βοηθώ όσο μπορώ, αυτούς που μοχθούν για να δημιουργήσουν Ελληνικό κινηματογράφο, τους ειρωνεύομαι και κάνω εύκολο πνεύμα εις βάρος τους".
Ε, λοιπόν ο "φίλος του Ελληνικού κινηματογράφου" - έτσι υπογράφεται ο επιστολογράφος μου - δεν έχει καθόλου δίκηο. Ούτε ειρωνεύτηκα, ούτε έκανα "εύκολο πνεύμα" εις βάρος εκείνων που "μοχθούν" διά τον Ελληνικό κινηματογράφο. Ό,τι είπα το είπα για εκείνους που τον δυσφημούν και τον γελοιοποιούν, ή για να ικανοποιήσουν μερικές παράλογες και εξωφρενικές φιλοδοξίες τους ή για να κατορθώσουν ν' αποσπάσουν λίγα εκατοστάρικα από μερικούς αφελείς. Συμφωνώ κι εγώ ότι δεν είναι πράγμα ακατόρθωτο το γύρισμα μιας Ελληνικής ταινίας της προκοπής. Αλλά για να γίνη αυτό χρειάζεται πρώτα-πρώτα σοβαρός - επιμένω στη λέξη "σοβαρός" - επιχειρηματίας, που, πρώτον, να διαθέτη χιλιάρικα και όχι τάλληρα και πενταροδεκάρες και, δεύτερον, να έχη την στοιχειώδη εξυπνάδα να εμπιστευθή την δουλειά του σε ανθρώπους κατάλληλους και όχι στον πρώτο τυχόντα κύριον που έχει την αναίδεια να παρουσιάζεται ως "κινηματογραφικός σκηνοθέτης" επειδή κάποτε γύρισε ένα διαφημιστικό φιλμ ενός κομμωτηρίου κι ενός πρατηρίου σιγαρέττων ή - κι αυτό έχει συμβή - επειδή έτσι του κάπνισε. Ο κόσμος το αγαπάει το Ελληνικό φιλμ και πάντοτε τρέχει στις πρεμιέρες του με την κρυφή ελπίδα ότι «αυτή την φορά κάτι θάναι», παρ’όλες τις απογοητεύσεις που δοκίμασε μέχρι τώρα. Αν βρεθούν λοιπόν, ο σοβαρός επιχειρηματίας – επιμένω πολύ στη λέξη «σοβαρός» – και οι κατάλληλοι άνθρωποι, σίγουρα θ’ αποκτήσουμε Ελληνικό φιλμ και, μάλιστα, πολύ καλύτερο από μερικά ξένα. Η αλήθεια είναι ότι εμείς, ίσως, δεν θα μπορέσουμε να παρουσιάσουμε τον πλούτο που βλέπουμε στις ξένες ταινίες γιατί και τα τεχνικά μέσα μας λείπουνε και το άφθονο χρήμα, που σκορπιέται τόσο σπάταλα στα ξένα στούντιο. Θα παρουσιάσουμε όμως κάτι άλλο, που, όσα λεφτά κι αν διαθέσουνε είναι αδύνατον να το αποκτήσουνε οι ξένες κινηματογραφικές εταιρίες: Το καθάριο φως του Ελληνικού ουρανού και τις απλές αισθητικές γραμμές του ελληνικού τοπίου, που τα έχουμε μονοπώλιο και που μπροστά τους δεν κάνουν δεκάρα τσακιστή οι σκηνογραφίες της «Μέτρο Γκόλντουιν» και οι τεράστιοι ηλεκτρικοί προβολείς της «Ούφα». Δεν λείπει παρά μόνο το μάτι του καλλιτέχνου που θα τα δη αυτά όλα και θα μπορέση να τα εκμεταλλευτή. Δεν λείπουν, δηλαδή, παρά μόνον ο σκηνοθέτης – ο πραγματικός σκηνοθέτης – και οι τεχνικοί του συνεργάτες. Αλλά όλοι αυτοί, ασφαλώς θα βρεθούνε άμα βρεθή ο επιχειρηματίας ο σοβαρός κι έξυπνος επιχειρηματίας. Πούντονε όμως;».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου