«Η μύτη της Αθηνάς» («Όνειρον αρχαιολόγου»):Η πρώτη ελληνική ταινία μυθοπλασίας. Μέρος πρώτο: Γενικές πληροφορίες

Ήταν η τελευταία μέρα του Μαρτίου (σύμφωνα με το ιουλιανό ημερολόγιο που ίσχυε στην Ελλάδα), η πρώτη της Μεγάλης Εβδομάδας του έτους 1914. Όπως κάθε μέρα εκείνο το διάστημα, ο θεατρικός συγγραφέας Νικόλαος Λάσκαρης καθόταν στο γραφείο του και επεξεργαζόταν το λιμπρέτο της νέας οπερέτας του Θεόφραστου Σακελλαρίδη με τίτλο «Στα παραπήγματα». Ξαφνικά όρμησε μέσα φουριόζος ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γεώργιος Τσοκόπουλος. Ο Λάσκαρης δεν θα μπορούσε να μαντέψει το λόγο της ξαφνικής αυτής επίσκεψης, ότι δηλαδή θα δεχόταν πρόταση να πρωταγωνιστήσει στην πρώτη ελληνική ταινία μυθοπλασίας, μια κωμωδία μικρού μήκους σε σενάριο του Τσοκόπουλου!

Η έκπληξή του αποτυπώθηκε με απολαυστικό τρόπο σε χρονογράφημα του, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος την ημέρα προβολής της ταινίας:
«Την Μεγάλην Δευτέραν το πρωί, ενώ κατεγινόμην εις το γραφείον μου να τακτοποιήσω τας σκηνάς της νέας οπερέττας του συνεργάτου μου κ. Σακελλαρίδου, ανοίγεται αποτόμως η θύρα και εισορμά ως λαίλαψ ο φίλτατος Τσοκόπουλος όστις, χωρίς να με καλημερήση ο κακοαναθρεμμένος, μου φωνάζει δεικνύων τα επί του γραφείου μου χειρόγραφα ως αν είχε πιάσει το σπίτι μου φωτιά·
- Άστα, Άστα!
- Νιέλσεν; του απαντώ διά να ειπώ κάτι.
- Ναι, ναι, Νιέλσεν... δηλαδή όχι ακριβώς Νιέλσεν... αλλά κάτι τι σχετικόν... Ψιλάντερ!
- Ετρελλάθης; τον ηρώτησα αρχίζων να υποπτεύωμαι περί της διανοητικής καταστάσεώς του.
- Όχι. Αλλά θα κάνης τον Ψιλάντερ!... Έλα μην ειπής όχι διότι το πράγμα είνε αποφασισμένον... είσαι ο μόνος κατάλληλος.
- Για να σου 'πω, του λέγω, δεν νομίζεις πως πρέπει να κυτταχθής;
- Αυτό που σου λέω. Απεφασίσθη να κάνωμε μια ταινίαν κινηματογραφικήν και πρέπει να παίξης τον πρώτο ρόλο... » [βλ. και σημ. 1].

Όλα είχαν ξεκινήσει λίγες εβδομάδες νωρίτερα, όταν οι κυρίες της Ηπειρωτικής Επιτροπής, που δραστηριοποιούνταν έντονα υπέρ της οικονομικής ενίσχυσης των Βορειοηπειρωτών, πρότειναν στον Τσοκόπουλο να γράψει το σενάριο μιας ταινίας, για να προβληθεί στα πλαίσια δύο εσπερίδων του συλλόγου τους. Εκείνος, όπως θα παραδεχόταν σε χρονογράφημα του, είχε αρκετές επιφυλάξεις, αφού δεν διέθετε σχετική πείρα, ούτε άλλωστε υπήρχε κινηματογραφική παράδοση στην Ελλάδα. Ωστόσο, υπό την πίε­ση των κυριών οι όποιες επιφυλάξεις του κάμφθηκαν και δέχτηκε την πρόκληση.
Και κάπως έτσι γεννήθηκε «Η μύτη της Αθηνάς» (με υπότιτλο «Όνειρον αρχαιολόγου»), η πρώτη ελληνική ταινία μυθοπλασίας σε σενάριο Τσοκόπουλου και σκηνοθεσία του κινηματογραφικά έμπειρου φωτογράφου Λέστερ. Σε γενικές γραμμές, το σενάριο της ταινίας είχε ως εξής:

Ένας Νορβηγός αρχαιολόγος κατέχεται από την ψύχωση ότι το εξαφανισμένο από αρχαιοτάτων χρόνων άγαλμα της Αθηνάς της Ακρόπολης δεν χάθηκε στην πραγματικότητα, αλλά κάπου υπάρχει και ο ίδιος μπορεί να το ανακαλύψει, αρκεί να προσπαθήσει. Ενώ καταγίνεται στο γραφείο του σε υπολογισμούς για την ανακάλυψη του αγάλματος, του παρουσιάζεται ξαφνικά η θεά σε όραμα και του λέει ότι θα μπορούσε ν' ανακαλύψει το άγαλμα της, αν το αναζητούσε στην Ελλάδα. Του τόνισε, όμως, ότι θα πρέπει να προσέχει κάθε γυναίκα που θα συναντά, κατά πόσο μοιάζει στη θεά, διότι το άγαλμά της αναζούσε στο σώμα μιας Αθηναίας. Και για να είναι βέβαιος ότι θα βρει την πραγματική «Αθηνά» και δεν θα εξαπατηθεί από κάποια τυχαία ομοιότητα, του συνέστησε να προχωρήσει στην ταυτοποίηση μέσω... μύτης. Η θεά έβαλε τον αρχαιολόγο να μετρήσει κατ' αρχήν τη δικιά της μύτη, ενώ το ίδιο θα έπρεπε να κάνει και με τις Ελληνίδες που θα συναντούσε στο ταξίδι του, ώστε να πιστοποιηθεί η αυθεντική «Αθηνά»! Ενθουσιασμένος από το όραμα, ο αρχαιολόγος οπλίζεται μ’ ένα μέτρο και μαζί με την ζηλιάρα σύζυγό του κατεβαίνουν στην Αθήνα, όπου αρχίζει να μετρά τη μύτη κάθε γυναίκας που συναντά. Κι έτσι εκτυλίσσονται επί της οθόνης σειρά κωμικών επεισοδίων, με τον αρχαιολόγο να επιτίθεται απρόοπτα με τη μεζούρα του εναντίον κάθε γυναικείας μύτης, μέχρι που στο τέλος βρήκε τη μία.

Εκτός από τον Λάσκαρη, που υποδύθηκε τον εκκεντρικό Νορβηγό αρχαιολόγο ονόματι Νόλαφ Λάσκαμπεργ, στην ταινία συμμετείχε επίσης η Μαρία Σακορράφου στο ρόλο της θεάς Αθηνάς, ενώ η Λιλή (ή Μπέμπη) Πάλλη υποδύθηκε την ζηλιάρα σύζυγο. Αρχικά, η Πάλλη επρόκειτο να υποδυθεί την υπηρέτρια του αρχαιολόγου, που απλά θα τον συνόδευε στο ταξίδι του, ωστόσο το σενάριο άλλαξε αιφνιδιαστικά λίγο πριν την έναρξη των γυρισμάτων. Ήταν άραγε αυτός ο πρώτος βεντετισμός στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου; Τέλος, οι Κυριακίδης και Καμάρας υποδύθηκαν τους δύο ξεναγούς του Λάσκαμπεργ και της συζύγου του.

Κανείς δεν ήταν επαγγελματίας ηθοποιός. Οι Τσοκόπουλος και Λέστερ σνόμπαραν τους πρωταγωνιστές του ελληνικού θεάτρου, αλλά επέλεξαν ερασιτέχνες, κάτι που αργότερα θα φαινόταν και επί της οθόνης. Δεν έλειψαν οι απαραίτητοι, πολυάριθμοι κομπάρσοι, δηλαδή... όλη σχεδόν η κοσμική Αθήνα της εποχής - ακόμη και μέλη της βασιλικής οικογένειας. Την τιμητική τους είχαν ιδίως οι κοσμικές κυρίες και δεσποινίδες, οι οποίες πρόσφεραν τις... μύτες τους για την έβδομη τέχνη!

Το συνολικό κόστος ανήλθε σε περίπου 500 δραχμές, ένα μικρό ποσό, καθώς μέρος των εξόδων καλύφθηκε από ιδιώτες. Δεν έλειπαν όμως και οι δύσπιστοι, που αμφισβητούσαν στοιχεία και προθέσεις. [βλ. και σημ. 2]

ΠΡΟΒΟΛΕΣ

Η πρώτη προβολή της «Μύτης της Αθηνάς» πραγματοποιήθηκε στις 25 Απριλίου 1914 στο Βασιλικό θέατρο στα πλαίσια εκδήλωσης της Ηπειρωτικής Επιτροπής των Ελ. Δαγκλή, Λίνα Λάμπρου, Αικ. Κουτσαλέξη, Α. Βότσαρη, Σοφία Πάλλη, Νινή Αραβαντινού, Νέλλη Μελά και Χρ. Δαγκλή υπό την εποπτεία του πρίγκιπα Χριστόφορου.

Η εκδήλωση ξεκίνησε στις 21.30΄ και περιελάμβανε πλούσιο καλλιτεχνικό πρόγραμμα, χωρισμένο σε δύο μέρη. «Εμβατήριον, το γράμμα του στρατιώτου (ελληνική χωρική σκηνή), Ελληνικά τραγούδια, Πλαστικαί εικόνες, Αναπαραστάσεις αρχαίων αγγειογραφιών, Ταναγραία ειδύλλια» συνέθεταν το πρώτο μέρος της βραδιάς, ενώ το δεύτερο αποτελούταν από: «Κινηματογραφική σκηνή, Η μύτη της Αθηνάς (Όνειρον αρχαιολόγου), ελληνικά τραγούδια, Πολεμικαί εικόνες (εις τας προφυλακάς. Το στεφάνι της δάφνης)».

Η εκδήλωση επαναλήφθηκε την επόμενη βραδιά, ενώ η ελληνική ταινία θα προβαλλόταν για τρίτη φορά - πιθανότατα η τελευταία - στο Δημοτικό θέατρο στις 30 Απριλίου, στα διαλείμματα της οπερέτας «Πόλεμος εν πολέμω» του Σαμάρα.

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

«Αι κοσμικαί Αθήναι είνε αναστατωμέναι απόψε διά την παράστασιν του Βασιλικού, όπου θα ιδούν την περίφημον ταινίαν με την μύτην της Αθηνάς» προανήγγειλε με ενθουσιασμό το Έθνος την ημέρα της πρώτης προβολής, αλλά το τελικό αποτέλεσμα δεν ικανοποίησε πολλούς.

«Η κινηματογραφική σκηνή με την μύτην της Αθηνάς προεκάλεσεν αβίαστον γέλωτα των παρισταμένων» σημείωσε η Νέα Ελλάς στο μοναδικό θετικό σχόλιο που γράφτηκε! Το Νέον Άστυ και η Σημαία εκτίμησαν ότι «Η ταινία δεν ήτο τόσον επιτυχημένη. Προεκάλεσεν όμως αφθονώτατα και συχνώτατα τα γέλοια των θεατών, εις πάσαν εμφάνισιν γνωστής αθηναϊκής φυσιογνωμίας».

Οι Καιροί παρατήρησαν ότι η ταινία «κατά πολύ υστέρησεν» και «εκούρασε πολύ τα μάτια των θεατών». «Δυστυχώς οι τόσοι κόποι των προσώπων τα οποία έπαιξαν δεν ικανοποιήθησαν» σχολίασαν μετριοπαθώς η Αστραπή και το Σκριπ, όμως οι υπόλοιπες εφημερίδες δεν ήταν το ίδιο διακριτικές.

Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Αθήναι χαρακτήρισε μεν «λαμπρά ως ιδέα» την κινηματογραφική ταινία, ωστόσο την έκρινε «ατυχεστάτη ως φωτογραφική εκτέλεσις και ατυχεστέρα ως εμφάνισις προσώπων», μιας και «όλοι μετέβησαν διά να ποζάρουν».

«Κρίμα» αναφωνούσε η Εστία. «Η κινηματογραφική εκτέλεσίς της εσημείωσεν οικτράν αποτυχίαν από τεχνικής απόψεως. Εκτός όμως του τεχνίτου (;) πταίουν όχι ολίγον και οι μετασχόντες ερασιτέχναι. Εάν εδοκίμαζαν κατ' αρχάς μίαν μόνον σκηνήν, θα έβλεπαν τα λάθη των και θα τα εδιόρθωναν. Είνε δε τα λάθη αυτά η διαρκής πόζα, η προσοχή των εις τον φακόν και μία καταπληκτική περίσσεια χειρών. Όλο και χέρια ήσαν όλοι των, εις βαθμόν ώστε να δικαιολογηθή εν απαίσιον καλαμπούρι ότι τάχα έπαιζαν α-κατρ-μαιν! Οι μόνοι που ξεχωρίζουν εις φυσικότητα είνε οι τυχαίοι διαβάται που δεν είχον ιδέαν του φακού, και η πριγκήπισσα Ελένη. Ας θεωρηθή οπωσδήποτε η ταινία αυτή ως γενική δοκιμή νέων ομοίας φύσεως ωραίων πραγμάτων».

Αδυσώπητη ήταν η κριτική της Νέας Ημέρας: «Το όνειρον του Αρχαιολόγου, κινηματογραφική σκηνή, υπό τον τίτλον «Η μύτη της Αθηνάς», αφήκε το κοινόν ψυχρόν και αδιάφορον. Το όλον ήτο μία ασυναρτησία, από την οποίαν έλειπεν ενδιαφέρον και πνεύμα. Οι κινηματογραφηθέντες ωμοίαζον διαδήλωσιν χαμινίων, διέκρινε δε τις ότι όλοι προσεπάθουν από ματαιοδοξίαν να ποζάρουν εις τον κινηματογράφον. Αι χειρονομίαι έδιδον την εικόνα Χάβρας Εβραϊκής ή αυλής φρενοκομείου. Από πολλούς παρετηρήθη ότι ηδύνατο να λείπη από την ακατανόητον αυτήν σαχλαμάραν, εκτελεσθείσαν ελεεινώς, η Α.Β.Υ. ο Διάδοχος και ο Πρίγκηψ Χριστόφορος».

Η Ακρόπολις ασχολήθηκε δύο μέρες με τη «Μύτη της Αθηνάς». Στις 26 Απριλίου περιέγραφε την κινηματογραφική σκηνή ως «το μόνον σόλικον μέρος του προγράμματος... αποτυχία ως ταινία, αποτυχία ως υπόκρισις, αποτυχία ως, ως, ως», ενώ μεταξύ των περισσότερων πρωταγωνιστών επικρατούσε «μία αγρία άμιλλα.... ποίος θα πρωτοποζάρη».

Την επομένη, η εφημερίδα επανήλθε με ακόμη πιο επιθετική διάθεση περιγράφοντας έναν κινηματογράφο «θαμπό, ανόητο, ακατανόητο, και μέχρι απανθρωπίας μονότονο», ενώ «το μόνον που ελάττωνε την μελαγχολία και την αθυμία [...] ήσαν αι αλλεπάλληλαι συγκρούσεις - σωστή μάχη - για να εξασφαλισθή η παράταξις όλων στην πρώτη γραμμή. Μεταξύ άλλων εθεάθη και γνωστός σαλονικός κύριος ο οποίος απεδόθη και εις μαραθωνοδρομίαν, κατορθώσας να προσπεράση και αυτοκίνητα ακόμη για να μη αποκρυφθή η πολύτιμος θέα του»!
Όμως ο κοσμικός εκείνος κύριος, που ακκιζόταν μπροστά στην κινηματογραφική κάμερα, δεν ήταν ο μοναδικός: «Άλλο ρουσφέτι ευθυμίας για το κοινόν ήτο η παράταξις των αυτοκινήτων και η βραδυτάτη πορεία των κατόχων αυτών για να αναγνωρισθούν, είχον δε σκαρφαλώσει επ' αυτών και διάφοροι άλλοι, ελπίζοντες ότι θα εμπερδεύοντο τα δικαιώματα της ιδιοκτησίας». Εκφράζοντας την απορία «δεν έγιναν δοκιμαί σ' αυτόν τον κινηματογράφο; Πώς δεν υπερίσχυσεν η κοκεταρία των λαβουσών μέρος να αποφύγουν με κάθε τρόπο την γελοιοποίησι αυτή;», ο συντάκτης διέσωσε μόνο την ερμηνεία της Πάλλη και του Λάσκαρη σχολιάζοντας ότι «εσώθησαν από το γενικόν ναυάγιον, αφελέστατοι και φυσικοί», ενώ «πολλά συγχαρητήρια» έδωσε στον Ψαρούδα, «την ψυχήν, τα νεύρα, την ζωήν του Συλλόγου των Ερασιτεχνών».

Ο Τσοκόπουλος ανέλαβε να υπερασπιστεί την ταινία του μέσα από τη στήλη του στο Έθνος, όπου υπέγραφε το καθημερινό χρονογράφημα της εφημερίδας με το ψευδώνυμο «Ο Ριπ».
Αναγνωρίζοντας την έλλειψη μέσων («ένα κινηματογραφικόν έργον το κάμνουν οι ηθοποιοί... Έπειτα χρειάζεται αφθονία μέσων, αυτοκίνητα, ιππασία, κολύμπημα, βάρκες, φάροι κ.τ.λ. Κατόπιν είνε ανάγκη ενός ειδικού ρεζισέρ ο οποίος να έχη σπουδάσει ιδιαιτέρως την κινηματογραφικήν σκηνήν. Και τέλος χρειάζεται ο κινηματογραφικός εκτελεστής με τρία τουλάχιστον μηχανήματα»), δήλωνε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα: «Δύο ερασιτέχναι, ο Λάσκαρης και η δεσποινίς Πάλλη, εδείχθησαν αριστοτέχναι. Το Ζάππειον το είδαν οι Αθηναίοι και δεν το ανεγνώρισαν. Η παρέλασις των αυτοκινήτων εις την λεωφόρον Ακροπόλεως γραφικωτάτη. Τα Προπύλαια θαύμα επιβλητικότητος. Τι είναι αυτό; Ο σταθμός του σιδηροδρόμου; Μπα, ενόμιζα πως είμαι στο Παρίσι. Τι άλλο ηθέλατε, κύριοί μου, από μίαν κινηματογραφικήν ταινίαν;».


Σημειώσεις:
(1) Η Άστα Νίελσεν και ο Βάλντιμαρ Ψίλαντερ, ήταν δύο Δανοί ηθοποιοί του κινηματογράφου, εξαιρετικά αγαπητοί στο αθηναϊκό κοινό (στους άνδρες η πρώτη και στις γυναίκες ο δεύτερος). Μάλιστα, τον Απρίλιο του 1913 πολλά χρονογραφήματα των εφημερίδων σχολίαζαν το καινούριο φαινόμενο των ερωτοχτυπημένων γυναικών με τον κινηματογραφικό αστέρα. «Νεαρός συνάδελφος εβεβαίωσε χθες από την χρονογραφικήν στήλην μιας εφημερίδος ότι είδε δεσποινίδα κλαίουσαν με πύρινα δάκρυα διότι δεν επρόφθασε ν’ αγοράση εικόνα του Δανού ηθοποιού, από τας πεντακοσίας που ήλθαν κ’ έγιναν ανάρπαστοι» έγραφε μεταξύ άλλων ο Τσοκόπουλος (Ριπ) στη Νέα Ημέρα (04.04.1913), προτού διηγηθεί παρόμοια περιστατικά, των οποίων υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας.

(2)  Σε χρονογράφημά του, που δημοσιεύτηκε στους Καιρούς, ο Τσοκόπουλος (με το ψευδώνυμο ΦΙΛΛΕΑΣ ΦΟΓΓ) αφηγήθηκε ένα σχετικό διάλογό του με κάποιον δύσπιστο, «σοβαρό» κύριο. «Καθένας από τους αναμιχθέντας εις αυτήν την ιστορίαν θα επροτιμούσε να ενεχειριάση το ρολόγι του, όχι όμως ν’ αγγίξη μίαν πεντάραν από το ποσόν που μαζεύεται με τόσους κόπους και προορίζεται διά τόσην ανακούφισιν» επιχειρηματολόγησε ο συγγραφέας χωρίς να πείσει το συνομιλητή του και κατέληξε στο συμπέρασμα: «Εις την Ελλάδα θα υπάρχουν πάντοτε δυστυχισμένοι άνθρωποι, υποπτεύοντες διαρκώς το κακόν. Ευτυχώς θα υπάρχουν και οι αγαθοί και οι πρόθυμοι, θυσιαζόμενοι, εργαζόμενοι και εξοδεύοντες από την τσέπην των, χωρίς να δίδουν μίαν δεκάραν δι’ ό,τι ψθυρίζεται, λέγεται, διαδίδεται και υπονοείται»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου