«Φίλησε με Μαρίτσα»: Η πρώτη αποκλειστικά κινηματογραφική οπερέτα

Μόλις δύο εβδομάδες πριν εκπνεύσει το 1930, η «Νταγκ Φιλμ» παρουσίασε το έργο «Φίλησέ με Μαρίτσα», την πρώτη ελληνική ταινία, που κατά το μεγαλύτερο μέρος κινηματογραφήθηκε σε στούντιο. Διαφημίστηκε ως «η πρώτη ελληνική ταινία οπερέτα» (με πρωτότυπο σενάριο και όχι διασκευή, όπως οι «Απάχηδες των Αθηνών»), «ηχητική και άδουσα», γεμάτη «δεξιώσεις, σαλόνια, χωρικούς, πλούσιους, έρωτες, χορούς, μπαρ, πικ νικ, αυτοκίνητα, μεγαλοβιομήχανους, γλεντζέδες, δασκάλους, μουσικούς, μπαλέτα, γάμους κλπ.».

Το σενάριο έγραψαν οι Δημήτρης Μπόγρης και Μ. Γαζιάδης, η σκηνοθεσία έγινε από το Δημήτρη Γαζιάδη, ενώ τα τραγούδια συνέθεσε ο Γρ. Κωνσταντινίδης. Συνοπτικά, η υπόθεση είχε ως εξής:
Ένα χαριτωμένο και τετραπέρατο κορίτσι, η Μαρίτσα, ανιψιά του κ. Πράπα, προέδρου της κοινότητας Πιπέρι, ασφυκτιά στο χωριό της. Καταλαβαίνει ότι δεν είναι πλασμένη για το συντηρητικό περιβάλλον του Πιπεριού. Θέλει να πάει στην πρωτεύουσα, όπου ονειροπολεί να ζήσει μια ζωή πιο ελεύθερη και πιο ευτυχισμένη.
Η κατάλληλη ευκαιρία δεν αργεί να της παρουσιασθεί. Μια μέρα, εμφανίζεται στο χωριό με την ελπίδα ν’ ανακαλύψει πετρελαιοπηγές ένας τολμηρός κοσμοπολίτης επιχειρηματίας, ο συμπατριώτης της κ. Βράμης μαζί με το γιο του, Άρη, ένα νεαρό γλεντζέ, η μόνη απασχόληση του οποίου είναι να ξεκοκαλίζει με το φίλο του Μίμη και τη φιλενάδα του Σούζι, όσα χρήματα κέρδιζε από τις επιχειρήσεις ο πατέρας του.
Η Μαρίτσα κατορθώνει μ’ ένα πονηρό τέχνασμα να την πάρει ο Άρης μαζί του στην Αθήνα. Έτσι, η πρώτη επιθυμία της μικρής επαρχιωτοπούλας πραγματοποιείται. Στο μεταξύ η Μαρίτσα αντιλαμβάνεται ότι άρχισε να τον αγαπά. Το πράγμα δεν ήταν πολύ εύκολο. Πώς θα ξεφορτωνόταν τη Σούζι, αυτήν την επικίνδυνη αντίπαλο, και ύστερα τον Μίμη, τον οποίο χρησιμοποίησε για να εξεγείρει την ζηλοτυπία του Άρη;
Ύστερα από μια σκηνή σ’ ένα κέντρο διασκεδάσεως, οι δυο νέοι καταλαβαίνουν πως δεν μπορούν να ζήσουν ο ένας δίχως τον άλλο. Στην ευτυχία τους όμως τώρα αντιδρούν άλλοι, σπουδαιότεροι παράγοντες, οι γονείς τους. Αλλά ο έρωτας δεν γνωρίζει εμπόδια. Επιβιβάζονται σ’ ένα αυτοκίνητο και τραβούν για την εκκλησία...

Στους βασικούς ρόλους εμφανίστηκαν:
Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη ......
Μαρίτσα
Άρης Μαλλιαγρός ....................
Άρης Βράμης
Μίμης Καντιώτης .....................
Μίμης
Λίτσα Λαζαρίδου .....................
Σούζη
Νέστωρ Παλμύρας ...................
κ. Βράμης
Εύα Μπενάκη, Άγγελος Χρυσομάλλης, Νικόλαος Περδίκης, Π. Πλεμενίδης, Επαμεινώνδας Χέλμης, Κ. Πομόνης, Δημήτρης Βερώνης, Τιτίκα Σοφιανού κ.ά.

Σκηνές από την ταινία:


Εύα Μπενάκη και Μίμης Καντιώτης

Η αρχική πρόθεση ήταν τα γυρίσματα να ξεκινούσαν τον Ιανουάριο του 1931, όταν υποτίθεται ότι θα είχαν ανεγερθεί τα στούντιο της «Νταγκ», η οποία είχε συνάψει συμφωνία με βαλκανικές κινηματογραφικές εταιρίες για τη δημιουργία ενός τραστ, που θα γύριζε στην Ελλάδα ομιλούσες ταινίες στη γλώσσα του κάθε έθνους, απευθυνόμενες στα Βαλκάνια, την Τουρκία, την Αίγυπτο, τη Συρία, την Παλαιστίνη κλπ. Η προοπτική ήταν να γυρίζονται κάθε χρόνο δώδεκα ταινίες (έξι ελληνικές και έξι βαλκανικές), εκ των οποίων οι έξι θα ήταν κωμωδίεςΜάλιστα, οι Έλληνες ηθοποιοί θα τύχαιναν προνομιακής μεταχείρισης, καθώς θα είχαν την ευκαιρία να εμφανίζονται και σε δεύτερους ρόλους των ξένων ταινιών, που θα γυρίζονταν στα ελληνικά στούντιο.

Ωστόσο τα σχέδια ναυάγησαν και τα γυρίσματα όχι απλά επισπεύστηκαν, αλλά ολοκληρώθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Έτσι, το «Φίλησέ με Μαρίτσα» ξεκίνησε να προβάλλεται στο «Σπλέντιτ» της Αθήνας από τις 15 Δεκεμβρίου 1930 και για δύο εβδομάδες μαζί με ελληνικά επίκαιρα της Νταγκ, το ποδοσφαιρικό ματς των εθνικών ομάδων Ελλάδας και Βουλγαρίας κλπ.

Οι Θεσσαλονικείς είχαν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν το έργο στα «Διονύσια» από τις 23 Φεβρουαρίου 1931. Πολύ αργότερα, αρχές Οκτωβρίου του 1931, η ταινία ξεκίνησε να προβάλλεται και στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου («Αμερικανικός Κοσμογράφος» μαζί με το «Μια πρόβα στα πεταχτά»).

ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Για «σοβαρωτάτην πρόοδο της ελληνικής κινηματογραφικής παραγωγής», που απομακρυνόταν «από το παληό μονότονο τύπο των «συγκλονιστικών δραμάτων» και των περιωρισμένων ηθογραφιών» έκανε λόγο η Πατρίς. Τα σκηνικά κρίνονταν «επιμελημένα» και ο «αέρας» της ταινίας, «κοσμοπολιτικός». «Εξυπνότατος» χαρακτηριζόταν ο Άρης Μαλλιαγρός, ενώ υμνητικά ήταν τα σχόλια για τη Μαίρη Σαγιάνου-Κατσέλη, η οποία περιγραφόταν ως «η πρώτης Ελληνίς καλλιτέχνις, που παίζει σε τρία συνεχώς φιλμ, ολονέν τελειοποιουμένη. Το παίξιμό της, άλλοτε σοβαρό και συγκρατημένο και άλλοτε λυρικό και παράφορο, η εκφραστικότης του προσώπου της, το πλαστικό της σώμα, η «ευφυία» της την καθιστούν μοναδικό στοιχείο για τον ελληνικό κινηματογράφο».

Η Ίρις Σκαραβαίου μέσω της Βραδυνής έκανε λόγο για μια ταινία που «εκτυλίσσεται γοργά», όμως θα είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αν δεν γινόταν «κατάχρηση παληατσισμών, στους οποίους μετείχε και η Σαγιάνου, μια «τόσο φίνα στην εμφάνισι όσο και στις εκδηλώσεις της» καλλιτέχνιδα, που μόνο στο τέλος κατάφερε ν’ αναδείξει τα χαρίσματά της ως ενζενί. «Συμπαθής και φυσικώτατος» ο Μαλλιαγρός, όπως και ο Καντιώτης (αν και με καταχρήσεις στις χειρονομίες), λάθος επιλογή η Λαζαρίδου, σχετικά καλός ο Χέλμης («αν και χονδροειδής κάποτε»). Ο μουσικός συγχρονισμός ήταν «ικανοποιητικός», η σκηνοθεσία παρουσίαζε «κάποια ποικιλία που μας ξεκουράζει ύστερα από την μονοτονία και την σκηνοθετική φτώχεια των εντοπίων ταινιών», η φωτογραφία όμως «δεν ήταν πάντοτε καθαρή», ενώ αρνητικά αξιολογήθηκε η... έλλειψη πολλών εξωτερικών γυρισμάτων. «Γιατί αυτό; μήπως η ελληνική φύσις έπαυσε να είνε ωραία και την αγνοούμε;» ήταν το αναπάντεχο σχόλιο της δημοσιογράφου!

«Ο κινηματογράφος, κύριοι, δεν είνε σχολείον καλής συμπεριφοράς... αλλ’ ούτε και παρθεναγωγείον, κυρίες μου», αποφαινόταν μέσω της Βραδυνής... «Η άλλη», με αφορμή σχόλια ότι το «Φίλησε με Μαρίτσα» είχε απομακρυνθεί από τον καθωσπρεπισμό των προηγούμενων ελληνικών φιλμΩς έλλειψη καθωσπρεπισμού προβάλλονταν για παράδειγμα η φυλάκιση της Σαγιάνου («μια ωραία γυναίκα σαν όλους τους πειρασμούς») σ’ ένα.. κοτέτσι, το ότι μια άλλη ηθοποιός χρησιμοποιούσε εκφράσεις «των τροφίμων του Π. Στρατώνος», ενώ σε κάποια σκηνή ο πρωταγωνιστής, «ο ζεν πρεμιέρ, υποθετικός υιός ομογενούς επιστήμονος εκ Λονδίνου» βρισκόταν μέσα στο σπίτι ενός φίλου του φορώντας καπέλο!
 
Η ίδια.. «άλλη», έπλεξε το εγκώμιο της Μαίρης Σαγιάνου-Κατσέλη, της πρώτης Ελληνίδας σταρ του κινηματογράφου, που πρωταγωνίστησε σε αρκετές ταινίες, αποσπώντας συνέχεια διθυραμβικές κριτικές. Ορισμένα αποσπάσματα του άρθρου, που εξηγούν το «φαινόμενο Σαγιάνου»:
«Όσοι δεν ήξεραν την κ. Σαγιάνου απ’ το θέατρον, την έμαθαν από τον κινηματογράφο. Ίσως δε και να μη έμεινε κανείς απ’ τους φίλους του ελληνικού κινηματογράφου που να μη την προσέξη ιδιαιτέρως κατά την αρχική της εμφάνισι επί της οθόνης. Και δικαίως, αφού εστάθηκε για μας μια τόσο ικανοποιητική αποκάλυψις ανάμεσα στις τρομερές απογοητεύσεις που μας έδωσαν η άλλες μας κινηματογραφικές πρωταγωνίστριες, έως τότε.
Φίνος τύπος, πικάντικη φυσιογνωμία, με μια έκφρασι συναρπαστική, τελεία κάτοχος του μυστικού της κινήσεως των σκιών του φιλμ, που δεν έχει βέβαια καμμία σχέσι με την κίνησι του ηθοποιού του θεάτρου, φωτοζενίκ όσο ελάχιστες η κ. Σαγιάνου (Κατσέλη), υποσχότανε με την πρώτη της ταινία, ν’ αποζημιώση αδρά την τέχνη και το κοινόν για την αδικία που επροξένησαν και στα δύο αι προκάτοχοί της.
[...] Μετριόφρων και φιλομαθής όπως είνε, ακούει με συγκατάβασι όλους. Ξέρει πως αυτό δεν βλάπτει, όπως πιστεύει ότι δεν εγεννήθηκε παντογνώστρια. [...] Μ’ άλλα λόγια δηλαδή, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η νεώτερη αυτή επιτυχία της κ. Σαγιάνου την καθιστά την μοναδική «ενζενύ» πρωταγωνίστρια του ελληνικού κινηματογράφου, ο οποίος μας επιφυλάσσει πολύ γρήγορα και την δραματική Ελληνίδα βεντέτ του, που προορίζεται ωρισμένως να καταστή μια δόξα του ολονέν εξε­λισσομένου εντοπίου κινηματογράφου».

Το «λεπτό και ψυχολογημένο» παίξιμο της Σαγιάνου, η οποία απέδειξε «διά μίαν ακόμη φοράν, ότι είνε η μοναδική Ελληνίς πρωταγωνίστρια του Κινηματογράφου», επαινούσε τέλος και η ελληνική εφημερίδα της Αλεξάνδρειας Ταχυδρόμος-Ομόνοια.

* * *

Ο ΦΟΡΟΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΘΕΑΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΠΟΝΑ ΤΩΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΩΝ

Και ενώ η καριέρα της Σαγιάνου έφτασε στο αποκορύφωμά της, ο ελληνικός κινηματογράφος εισερχόταν σταδιακά σε περίοδο κρίσης παρά την παραγωγική έκρηξη των τελευταίων χρόνων. Αιτία ο περίφημος φόρος δημοσίων θεαμάτων, ο οποίος είχε μεν μειωθεί στο 10% για τις ελληνικές ταινίες (έναντι 30% για τις ξένες) ήδη από την άνοιξη του 1930, όμως ήταν αργά. Οι μεγάλες κινηματογραφικές αίθουσες της πρωτεύουσας είχαν συσσωρεύσει ογκώδη χρέη λόγω του ακριβού εισιτηρίου και της συνεπαγόμενης χαμηλής προσέλευσης θεατών, ενώ μειωμένα ήταν τα έσοδα και των κινηματογραφικών παρα­γωγών. Ο διαχειριστής της «Νταγκ Φιλμ», Κ. Γαζιάδης, διαμαρτυρόταν:
«Αυτός ο φόρος με κάνει κι εμένα να μην αποφασίζω να γυρίσω ομιλούσες ταινίες, μολονότι έχω ήδη παραγγείλει ειδικό μηχάνημα. Μια ταινία, για να γυρισθή ομιλούσα, θα επιβαρύνη τον προϋπολογισμό με 400.000 δραχμές επάνω. Τα έξοδα αυτά από πού θα βγουν; Από υπερτίμησιν των εισιτηρίων; Τότε είνε που δεν θα πατήση κανείς το πόδι του στη σάλλα...».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου