«Κάιν και Άβελ»: Η πρώτη ταινία από την Πάτρα

Το 1930 παρουσιάστηκε η πρώτη ταινία μυθοπλασίας από την Πάτρα - προς έκπληξη πολλών Πατρινών είναι η αλήθεια«Εδώ εις την πόλιν του κερδώου Ερμού [...] η μανία αυτή δεν είχεν υστερικές εκδηλώσεις. Ο πόθος υπάρχει βέβαια αλλά δεν εκδηλώνεται. Γι’ αυτό με απορία κι εγώ έμαθα και με απορία πολλοί θα ακούσουν ότι η Πάτρα έγινε κέντρον Ελληνικών κινηματογραφικών παραγωγών....» ήταν η πρώτη αντίδραση δημοσιογράφου της τοπικής εφημερίδας Νεολόγος.
Υπεύθυνοι γι’ αυτήν την πρωτιά ήταν οι αδελφοί Τάτος και Σταύρος (ή Παύλος!) Διρμίκης. Ο Τάτος, για τον οποίο γράφτηκε ότι είχε ειδικευτεί στο Παρίσι για δύο χρόνια λαμβάνοντας ενεργό μέρος στη γαλλική ταινία «Παρί-Νιου Γιορκ», ανέλαβε το τεχνικό κομμάτι (σκηνοθεσία) και ο Σταύρος το καλλιτεχνικό (οπερατέρ). Ύστερα από τοπικό διαγωνισμό σεναρίου επέλεξαν να κινηματογραφήσουν τη δραματική ηθογραφία του Παν. Παπαθεοδώρου «Κάιν και Άβελ» (υπότιτλος «Το φιλί της τσιγγάνας»), μια ταινία επτά πράξεων, μήκους 2.400 μέτρων.

Το σενάριο της ταινίας, που παρεμπιπτόντως κυκλοφόρησε και ως βιβλίο με τίτλο "Ζαραλίνα, η Τσιγγάνα" σε πρόλογο Γρηγορίου Ξενόπουλου, με λίγα λόγια είχε ως εξής:
Δύο ορφανά αδέλφια ζουν ήσυχα σ’ ένα χωριό των Πατρών. Ο Βασίλης είναι ήσυχος, εργατικός και ρομαντικός, ενώ ο Κώστας είναι έκφυλος, ηδονιστής και σπάταλος κι έρχεται συχνά σε προστριβές με τον αδερφό του. Ο καιρός περνάει ήσυχα παρόλα τα επεισόδια, με την ελπίδα πως ο Κώστας, συναισθανόμενος μια μέρα την κακή διαγωγή του, θ’ αλλάξει τακτική. Την ησυχία όμως του χωριού έρχεται να διαταράξει ένα καραβάνι τσιγγάνων υπό την αρχηγία μιας όμορφης τσιγγάνας, της Ζάρας, η οποία ερωτεύεται τρελά τον Βασίλη. Η επιμονή της όμως να τον κάνει δικό της πάει χαμένη, γιατί αυτός αγαπά τη μνηστή του, Λενιώ. Περιφρονεί την τσιγγάνα, η οποία αποφασίζει να τον εκδικηθεί.
Σ’ ένα πανηγύρι γνωρίζεται με τον αδελφό του Βασίλη. Στο πρόσωπό του βρίσκει τον άνθρωπο που μπορεί να της φανεί χρήσιμος στο καταχθόνιο σχέδιό της. Εκμεταλλεύεται την αδυναμία του Κώστα και τον χρησιμοποιεί ως όργανό της. Δεν ξέρει πως είναι αδελφός εκείνου που την έχει περιφρονήσει, αλλά κι αν το ήξερε, δεν θα σήμαινε τίποτε γι’ αυτήν. Το μίσος της θέλει να ξεσπάσει εναντίον εκείνου που αρνήθηκε να απολαύσει το φλογερό σώμα της όμορφης και περήφανης Ζάρας. Δεν δυσκολεύεται να εξηγήσει στον Κώστα ότι για να την απολαύσει πρέπει προηγουμένως να της υποσχεθεί κάτι. Εκείνος φρικιά, όταν μαθαίνει ότι πρόκειται για τον αδελφό του, αλλά της το υπόσχεται, γιατί τον μισεί. Τον μισεί κοντά στ’ άλλα, γιατί είναι το μόνο εμπόδιο ν’ αποκτήσει την πατρική περιουσία, ώστε να εξακολουθήσει την άσωτη ζωή του.
Ένα βράδυ, ύστερα από πολλές ώρες ηδονής και απόλαυσης στο τσαντίρι της τσιγγάνας, αυτή του δίνει ένα μαχαίρι. Προχωρά σαν να τον οδηγεί μια σατανική δύναμη να σκοτώσει τον αδελφό του. Και τον σκοτώνει. Μόλις όμως βλέπει το αίμα που τρέχει από το στήθος του καλού και πονετικού Βασίλη, θυμάται πόσες φορές ο αδερφός του δέχτηκε μόνος αυτός να σπείρει ή να τρυγήσει για χάρη του. Φεύγει, τρέπεται σε φυγή, μετανοεί για την αδελφοκτονία και πηγαίνει στην τσιγγάνα για εκδίκηση. Τα βάρβαρα ένστικτα φεύγουν για μια στιγμή από την ψυχή του και ξαναγίνεται ο Κώστας των 10 ετών. Φθάνει στην κατασκήνωση των τσιγγάνων και τους βλέπει να ετοιμάζονται για φευγιό.
Βρίσκει την Ζάρα με κάποιον τσιγγάνο να τη βοηθά στην προετοιμασία. Τον παραμερίζει και κατορθώνει να την πιάσει από το λαιμό. Την πνίγει. Εκδικήθηκε. Τώρα τι μένει να κάνει; Θα μπορέσει να ζήσει έστω και μετανοημένος με το φάντασμα του αδερφού του κάθε τόσο να του υπενθυμίζει την αδελφοκτονία; Έξαλλος όπως είναι τη στιγμή αυτή, πέφτει από ένα βράχο και σκοτώνεται. Στο μεταξύ, ο Βασίλης θεραπεύεται χάρη στις περιποιήσεις της Λενιώς και την επέμβαση του γιατρού και η πρώτη του σκέψη μετά την ανάρρωση ήταν να ενταφιάσει το πτώμα του αδελφού του. Με τη συμπόνοια γραμμένη στο πρόσωπό του, περιμένει να περάσουν οι δύσκολες στιγμές, να έρθει ο καιρός που θα βγάλουν τα μαύρα και θα παντρευτούν. Θα κάνει δική του τη Λενιώ και θα ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του ευτυχισμένος.
Τα γυρίσματα ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1930 και μέχρι τις αρχές Οκτωβρίου είχαν ολοκληρωθεί. Οι παραγωγοί ισχυρίζονταν ότι διέθεταν ιδιόκτητα στούντιο στην Πάτρα, εφοδιασμένα με προβολείς Σπολτάιτς Κοντάκ και άλλα φωτιστικά εξαρτήματα, μηχανή λήψεως Γκωμόν κλπ.. Ωστόσο, για τις εσωτερικές σκηνές χρησιμοποιήθηκε η ταράτσα του κινηματογράφου «Πάνθεον», ενώ τα εξωτερικά γυρίστηκαν σε τοπία της περιοχής, όπως στα Μποζαΐτικα, το Γεροκομείο και τον Αλυσσό. Η επεξεργασία του φιλμ έγινε στα στούντιο του Δημήτρη Μεραβίδη στην Αθήνα.

ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ

Κίμων Σπαθόπουλος ................
Βασίλης
Ανδρέας Ευαγγελίου .................
Κώστας
Έλενα Κίτση .............................
Ζάρα
Ντόλυ Θεολογίδου ....................
Λενιώ
Συμμετείχαν και δύο παιδιά: ο μόλις δυόμιση ετών Αλέξανδρος Κανόνε κι ο 14χρονος Γεώργιος Χειμαριός, τον οποίο ο Τάτος Διρμίκης επέλεξε χάρη στη «μεγίστην εκφραστικότητα της φυσιογνωμίας του», βέβαιος ότι θα «θα καταπλήξη με τον τρόπον της υποκρίσεώς του».

Ενθουσιασμένος ήταν ο σκηνοθέτης και με την Ντόλυ Θεολογίδου, την οποία επέλεξε παρακολουθώντας τη στον «Παληάτσο της ζωής», ενώ τη θεωρούσε «πραγματική αποκάλυψις» για τον ελληνικό κινηματογράφο. Αντίθετα, τυχαία δέχτηκε πρόταση από τον σεναριογράφο της ταινίας και τον Ανδρέα Ευαγγελίου η βασική πρωταγωνίστρια, Έλενα Κίτση, που μέχρι τότε δεν είχε καν φαντασθεί ότι θα μπορούσε να παίξει στον κινηματογράφο. Άλλωστε και οι γονείς της ήταν αρνητικοί στην ιδέα, όμως τελικά υπέκυψαν στις εκκλήσεις της κόρης τους και τελικά της έδωσαν την άδεια.

Η Κίτση περιέγραφε το ρόλο της ως «το ίδιο το πνεύμα του κακού που φέρνει μοιραίως την καταστροφήν», ενώ δήλωνε ενθουσιασμένη με τους αδερφούς Διρμίκη, που δεν λογάριαζαν τα έξοδα: «Πολλαί σκηναί από τον «Κάιν και Άβελ» εγυρίσθησαν 4 και 5 φοράς, ο regisseur κ. Τάτος Δερμίκης δεν εννοούσε να γυρίση μια σκηνή αν δεν εγίνετο τελεία και ο operateur κ. Παύλος Δερμίκης εύρισκε πάντα κάποιο λάθος έστω και ανεπαίσθητο, μα που δεν έπρεπε να υπάρχη μέσα στο φιλμ. Και οι δύο είναι εργάται ευσυνείδητοι, που αποβλέπουν εις την ποιότητα της εργασίας και όχι την ποσότητα».

Ο Ευαγγελίου, για τον οποίο ένας δημοσιογράφος παρατήρησε ότι «αν δεν φθάση εις την υπερβολήν, θα προκαλέση ενθουσιασμόν... όπως μπορή να συμπεράνη κανείς από τας φωτογραφίας της ταινίας», ήταν γνωστός στην Πάτρα από συμμετοχές του σε ερασιτεχνικές, θεατρικές παραστάσεις. Σε ηλικία 16 ετών εμφανίστηκε στο έργο «Κάρβουνο στην στάχτη». «Οι ειδικοί βρήκαν... κάτι το καλλιτεχνικόν επάνω μου» σημείωνε χωρίς μετριοφροσύνη σε συνέντευξή του. Από τότε έπαθε «ψύχωση» με το θέατρο, μέχρι που ανέβασε στην Πάτρα το «Κριτήριον» του Πολύβιου Δημητρακόπουλου αποσπώντας και πάλι θετικές κριτικές.

Μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα να εργαστεί ως ηθοποιός στη Ρώμη επέστρεψε στην Πάτρα, ενώ σταδιακά άρχισε να ενδιαφέρεται για τον κινηματογράφο. Χωρίς μετριοφροσύνη δήλωνε: «Άρχισα να ποζάρω στο φακό, ο οποίος μου φανέρωσε μια θαυμασία φωτογένεια. Ο πόθος μου κατόπιν τούτου, εζωήρευσεν μέχρι σημείου ανησυχαστικού διά τα νεύρα μου. Μόνη σκέψις μου, μόνη μου απασχόλησις ήτο ο κινηματογράφος. Ζούσα δι’ αυτόν και μόνον...». Προσπάθησε ανεπιτυχώς να παίξει σε ελληνικές ταινίες της εποχής και άφηνε μια πικρία για τις εταιρίες της πρωτεύουσας, που έβαζαν «το υλικόν συμφέρον» απέναντι στα «αφανή ταλέντα». Τελικά του ήρθε η πρόταση για το «Κάιν και Άβελ», ένα σενάριο «πολύ δυνατόν κατ’ αρχήν και με πολλές ζωντανές εικόνες από την ζωήν» και ο Ευαγγέλου ευγνωμονούσε τον Σπαθόπουλο, που τον βοήθησε ν’ αποκτήσει «το μεγάλο θάρρος που χρειάζεται για κάθε πρωτοεμφανιζόμενον καλλιτέχνην», αλλά και τους αδερφούς Διρμίκη, οι οποίοι «έχουν εις μεγάλον βαθμόν ανεπτυγμένην την ειδικότητα εις το τεχνικόν μέρος».
Ανδρέας Ευαγγελίου και Ντόλλυ Θεολογίδου σε σκηνή της ταινίας


ΠΡΟΒΟΛΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Ο αρχικός προγραμματισμός ήθελε τον «Κάιν και Άβελ» να κάνει πρεμιέρα στους αθηναϊκούς κινηματογράφους το Νοέμβριο του 1930, κάτι που όμως δεν συνέβη. Ξεκίνησε να προβάλλεται στο «Ιντεάλ» της Πάτρας από τις 8 Δεκεμβρίου 1930 μαζί με τρία «πατρινά επίκαιρα»: α) Η άφιξη του Μιχαλακόπουλου στην Πάτρα αεροπορικώς, β) Οι αγώνες υδατοσφαίρισης μεταξύ Ν.Ο.Π. και Π. Φαλήρου, γ) σκηνές από την προπόνηση της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου με την Ένωση Κωνσταντινουπόλεως. Παράλληλα, ο βαρύτονος Χ. Γιώτης ερμήνευσε το τραγούδι «Εφιάλτης», που γράφτηκε ειδικά για την ταινία σε στίχους Γ. Ευαγγελίου και μουσική Σινούρη.


Ύστερα από μια εβδομάδα οι προβολές συνεχίστηκαν στην ταράτσα ενός δεύτερου κινηματογράφου της πόλης, του «Πάνθεον», στην κεντρική αίθουσα του οποίου οι Πατρινοί είχαν παράλληλα τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν για πρώτη φορά «Μίκυ Μάους».

Στην πρωτεύουσα η ταινία προβλήθηκε στο συνοικιακό κινηματογράφο «Πανόραμα» από τις 5 Φεβρουαρίου 1931 και για τέσσερις μόνο μέρες, περνώντας απαρατήρητη από τον αθηναϊκό τύπο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια μέρα μετά το τέλος των προβολών στο «Πανόραμα» η Ακρόπολις την περιελάμβανε μεταξύ όσων ήταν «έτοιμες να παιχτούν»! Με λίγο μεγαλύτερη διαφήμιση προβλήθηκε στα «Κυβέλεια» της Θεσσαλονίκης την - κακή εμπορικά - Μεγάλη Εβδομάδα του 1931.

Οι Πατρινοί ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση γεμίζοντας ασφυκτικά την αίθουσα του «Ιντεάλ» από την πρώτη μέρα, με την τοπική εφημερίδα Νεολόγος να κάνει λόγο για «μπολσεβικοποίηση», καθώς η αίθουσα του κινηματογράφου γέμισε από εκπροσώπους όλων των κοινωνικών τάξεων«Παρά την αριστοκράτιδα κυρίαν εθεάτο.... ίφης με κατσαρόν μπονέν, με τα μαλλιά του οποίου, αν εκοβώσαντε θα γέμιζεν ασφαλώς ένα προσκέφαλο! Αφεντικά μετά δουλικών, προϊστάμενοι μετά υπαλλήλων, πλούσιοι μετά πενήτων, φαντάροι δίπλα σε αξιωματικούς» σχολίαζε η εφημερίδα.

«Από ερασιτέχνες δεν μπορούσε να περιμένη κανείς περισσότερα» σχολίαζε συγκαταβατικά η ίδια εφημερίδα, που αναγνώριζε ως «αληθινό καλλιτέχνη» τον Ευαγγελίου, δικαιολογούσε τη συχνή χρήση τσιγάρων από τους ήρωες του έργου «ένεκα η νευρικότης και η συγκίνησις», όμως έκρινε αποτυχημένο ένα χορευτικό, που έπρεπε «να ξαναγυρισθή αφού πρόκειται η ταινία να παιχθή και αλλού». Στα θετικά ο μικρός ηθοποιός (ο Χειμαριός;) που «προκαλεί αυθόρμητα τα γέλοια των θεατών» και «απεδείχθη πολύ μεγάλος με το αβίαστο και φυσικό παίξιμό του».

Ο χρονογράφος του Νεολόγου επιχείρησε να κρατήσει τις ισορροπίες μεταξύ των επικριτών και των υποστηρικτών της ταινίας: «Μία προσπάθεια τοπική σε οιονδήποτε κλάδο έχω τη γνώμη ότι πρέπει να ενισχύεται και όταν ανεχώμεθα ό,τι ξενικό μας σερβίρεται, έστω και αν ήνε αηδές, πρέπει να κλειούμε λίγο τα μάτια, όταν πρόκειται για κάτι δικό μας [...] Εξ άλλου όταν έχουμε λάθη να σκύβουμε το κεφάλι μας και να προσπαθούμε να τα διορθώσουμε χωρίς να κάνουμε και τον κόκκορα». Άφηνε όμως και τη σαφή αιχμή ότι «το κάτι αυτό ημπορούσε να ήνε ανώτερο αν υπήρχε μεγαλείτερη προσοχή και αν δεν είχαμε την φιλαυτία που μας δέρνει και μας συνεπέρνει τόσο πολύ ώστε να μη δεχώμαστε μια καλή συμβουλή από κείνους που μπορούν να μας την δώσουν».
Κατά τ’ άλλα, οι αυτοδίδακτοι, ερασιτέχνες ηθοποιοί «έκαμαν ό,τι μπορούσαν». Η Κίτση «έβαλε όλα της τα δυνατά, αλλά δεν το κατώρθωσε». Ωστόσο «είχε και στιγμές καλές», παρότι «ούτε σκηνοθέτες είχε, ούτε δάσκαλο. Γι’ αυτό ό,τι έκαμε είνε θαύμα». Ο Ευαγγελίου παρουσίασε «ένα τύπον Παριζιάνου μάλλον και όχι Μποζαϊτράνου εκφύλου»· ως ηθοποιός «έχει πολλή δραματική δύναμι μέσα του και αν εσπούδαζεν, έστω και λίγο, θα ήταν ένας πρώτης τάξεως αρτίστας», όμως «το καλλιτεχνικόν του δαιμόνιο είνε αδιαμόρ­φωτο. Τον πνίγει και τον συνεπέρνει ολόκληρον [...] Είνε κρίμα που αυτός ο νέος, ο οποίος φαίνεται ότι έχει μεγάλη όρεξι, χαραμίζεται».
Ο χρονογράφος ευχόταν «όπως η δεύτερη τυχόν Πατρινή ταινία είνε πολύ καλλίτερη από την πρώτη». Όμως συνέχεια δεν υπήρξε, παρότι οι αδερφοί Διρμίκη είχαν εκφράσει την επιθυμία να γυρίσουν άμεσα μια ναυτική ταινία με πρωταγωνίστρια την Ντόλυ Θεολογίδου.

* * *
Καθώς οι παραγωγοί δεν λογάριαζαν το κόστος κατά την περίοδο των γυρισμάτων, τα έσοδα δεν κατάφεραν να αντισταθμίσουν τα έξοδα και η ταινία εξελίχθηκε σε εμπορική αποτυχία. Δεν είχαν ακόμη ολοκληρωθεί οι προβολές στην Πάτρα και ο Ανδρέας Ευαγγελίου προσέφυγε στο Πρωτοδικείο διεκδικώντας την καταβολή των αποδοχών του και ζητώντας την κατάσχεση του φιλμ.

«Δυστυχώς το τ’ είσαι συ και τ’ είμ’ εγώ μας κυβερνάν ακόμα», διαπίστωνε ο Νεολόγος Πατρών, που μεμφόταν τον ηθοποιό: «Αντί η επιτυχία, η σχετική έστω, πούχεν η εμφάνισις του έργου, να συσπειρώση γύρω της τους πρωτοπόρους αυτούς της Πατρινής κινηματογραφίας για την επιδίωξι της ανωτερότητος, τους βλέπουμε σ’τα δικαστήρια με δικηγόρους και κατασχέσεις [...] Ο συμπαθής μας καλλιτέχνης κ. Ευαγγελίου, για τον οποίον δεν υπήρξεν αντίρρησις ότι κράτησε επάνω του το έργο, άρχισε πολύ άσχημα τη σταδιοδρομία του· εύχομαι να μη τον απογοητεύσει αυτή η περιπέτεια».

Αντίθετα η Ελληνική, προτού καν η ταινία προβληθεί στην Αθήνα και ενώ στο μεταξύ ο Ευαγγελίου είχε αποσύρει την καταγγελία του, έριχνε την ευθύνη στους παραγωγούς: «Εάν η εταιρία ισχυρίζεται ότι δεν εκέρδισεν από την ταινίαν αυτήν δεν ευθύνονται ο συγγραφεύς και οι ηθοποιοί, αλλά ο σκηνοθέτης. Διότι και το σενάριον είναι πολύ καλό και οι ηθοποιοί εξετέλεσαν επιτυχώς τα μέρη των. Καλόν είνε επομένως η εταιρία να μη αποδίδη εις τον συγγραφέα και τους ηθοποιούς την αποτυχίαν της ταινίας, αλλά εις την κακήν αυτής σκηνοθεσίαν».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου