«Η προσφυγοπούλα»: Η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της Βέμπο

Το 1938, η Σοφία Βέμπο έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο. Ήδη ήταν εξαιρετικά δημοφιλής μεταξύ των Ελλήνων της Αιγύπτου κι επομένως δεν θεωρείται περίεργο πώς δέχθηκε πρόταση να πρωταγωνιστήσει στη νέα ταινία του Τόγκο Μιζράχι – όχι κωμωδία αυτήν τη φορά, αλλά ένα δράμα, εξελισσόμενο στην ελληνική επαρχία. Ήταν η «Προσφυγοπούλα», η μοναδική από τις ταινίες της αιγυπτιακής περιόδου του ελληνικού κινηματογράφου που διασώζεται.

Τα εξωτερικά γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα: Τέμπη, Μετέωρα και σ’ ένα αγρόκτημα έξω από τη Λάρισα (κτήμα Αρσενίδη). Το σενάριο υπέγραφε ο Δημήτρης Μπόγρης, ενώ η σκηνοθεσία έγινε από τον Μιζράχι. Τη μουσική συνέθεσε ο Γιάννης Γιαννίδης, ενώ τους στίχους των τραγουδιών έγραψε ο Αιμίλιος Σαββίδης.

Ο Μπόγρης έκανε λόγο για μια προσπάθεια να παρουσιαστεί «κάτι το ευπρόσωπον», παρόλο που τα τεχνικά μέσα των αιγυπτιακών στούντιο «δεν επιτρέπουν να παρουσιάσωμεν καταπληκτικά πράγματα», ενώ όσον αφορά την ταινία, την προσδιόριζε ως «ένα φιλμ που έχει υπόθεσιν, ειρμόν, ευγένειαν και αρκετό Ελληνικό χρώμα».

Η υπόθεση με λίγα λόγια:
Ο Λουκάς, ένας κτηματίας εργατικός, τίμιος, ευθύς και αυτοδημιούργητος, ζει ευτυχισμένος στο κτήμα του έξω από τη Λάρισα με τη γυναίκα του, Σοφία, και το μικρό τους κοριτσάκι. Έχει παντρευτεί από έρωτα. Γνώρισε τη γυναίκα του, όταν εκείνη είχε έρθει στην Ελλάδα προσφυγοπούλα από τον Καύκασο. Οι δικοί της είχαν χαθεί στην καταστροφή και μόνος της προστάτης ήταν ένας καθηγητής της μουσικής, ένας αγαθότατος άνθρωπος, που είχε το ελάττωμα να μεγαλοπιάνεται και να ποζάρει στους φίλους του ως μεγάλος μουσικός, που ζει μέσα στον καλό κόσμο με φίλους υπουργούς και ακαδημαϊκούς, ενώ στην πραγματικότητα αντιμετωπίζει την πιο σκληρή φτώχεια.
Έτσι έχουν τα πράγματα, όταν μια εύθυμη συντροφιά από την Αθήνα έρχεται να ταράξει τη γαλήνη όλων και ιδιαιτέρως του τίμιου κτηματία. Ένας ξάδερφός του φθάνει στη Λάρισα για να ζητήσει χρήματα, συνοδευόμενος από δυο επικίνδυνα πρόσωπα, την όμορφη Ρίτα και τον εραστή της, ένα ζευγάρι που έχει πάρει διαζύγιο απ’ όλους τους νόμους της ηθικής. Η ομορφιά της Ρίτας, οι λεπτοί κι επιτηδευμένοι τρόποι της, προξενούν τρομερή εντύπωση στον πρωτόγονο αυτό άνθρωπο, στο τίμιο παιδί της γης. Αρχίζει να την αγαπάει. Η Ρίτα καλλιεργεί επίτηδες αυτόν τον έρωτα, βοηθούμενη κι από τον εραστή της, μόνο και μόνο γιατί ο Λουκάς έχει χρήματα. Σε λίγο, εκεί που βασίλευε η χαρά, μπαίνει η γκρίνια και η τρικυμία. Ο Λουκάς διώχνει την καλή κι εργατική προσφυγοπούλα για την ξένη γυναίκα. Το παλιό σπίτι διαλύεται
Η Σοφία με το κοριτσάκι της καταφεύγουν στην Αθήνα, στο μόνο τους προστάτη, τον καθηγητή της μουσικής. Η ζωή εδώ γίνεται σκληρή και για τις τρεις αυτές υπάρξεις. Ο αποτυχημένος μουσικός πουλά ό,τι έχει για να συντηρηθούν οι ξένοι του, ενώ η Σοφία, επειδή είναι προικισμένη από τη φύση με μια γλυκιά φωνή, πιάνει δουλειά σε κάποιο νυχτερινό κέντρο για να κερδίζει λίγα χρήματα ως «ντιζέζ».
Χειρότερη είναι η κατάσταση στο αγρόκτημα. Μια εξωφρενική σπατάλη αρχίζει από τη Ρίτα και τον εραστή της, που οδηγεί σχεδόν στην καταστροφή του δυστυχισμένου κτηματία. Πιάνει τη Ρίτα στην αγκαλιά του εραστή της και τρελός από ζήλια και μίσος πυροβολεί. Γιατρεμένος από τη γοητεία της ξένης γυναίκας, ο Λουκάς ξαναγυρίζει κοντά στη Σοφία και στο κοριτσάκι του και ξαναρχίζει την ήσυχη, την εργατική, την τέλεια ζωή του. Μαζί κρατά στο αγρόκτημά του και τον καθηγητή της μουσικής.

Στους κυριότερους ρόλους εμφανίζονταν:
Σοφία Βέμπο .............
Σοφία Νάκου
Μάνος Φιλιππίδης ....
Λουκάς
Τούλα Άνζη ...............
Ρίτα
Πλέσσας ....................
φτωχός μουσικός
Σαμαρτζής .................
εραστής της Ρίτας
Νέλη Μαζλουμίδου ..
η κόρη της Σοφίας και του Λουκά
Αλίκη Βέμπο


Συμμετείχαν επίσης ερασιτέχνες ηθοποιοί από την παροικία της Αλεξάνδρειας και κυρίως από το Φιλολογικό Τμήμα της Λέσχης των Δωδεκανησίων.

Η 10χρονη Νέλη Μαζλουμίδου διαφημιζόταν ως «η μικρά Ελληνίς Σίρλεϊ Τεμπλ», ανακάλυψη της Σοφίας Βέμπο. Το πραγματικό όνομά της ήταν Νέλυ Μαζλούμ-Κάλβο και είχε ιταλικές ρίζες από τον πατέρα της. Εξελίχτηκε σε μια από τις πιο θρυλικές χορεύτριες και ηθοποιούς της Αιγύπτου, όμως μετά την αλλαγή του καθεστώτος εγκατέλειψε την πατρίδα της και ήρθε στην Ελλάδα, όπου με το όνομα Νέλυ Κάλβο ίδρυσε σχολή ανατολίτικου χορού (το 1985), στην οποία δίδασκε μέχρι το θάνατό της το 2003.

ΠΡΟΒΟΛΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Η πρώτη προβολή της ταινίας (διάρκειας 110΄) έγινε στην Αλεξάνδρεια ανήμερα το Πάσχα του 1938 (24 Απριλίου) στον κινηματογράφο «Ίσις» γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Στην Αθήνα η «Προσφυγοπούλα» ξεκίνησε να προβάλλεται σε δύο κινηματογράφους («Τιτάνια» και «Σπλέντιτ») από τις 31 Οκτωβρίου, ενώ στον ένα από τους δύο («Σπλέντιτ») συνεχίστηκε και για δεύτερη εβδομάδα. Από τις 27 Νοεμβρίου ξεκίνησε η προβολή της και στον «Πατέ» της Θεσσαλονίκης.

«Ας ελπίσωμεν ότι η «Προσφυγοπούλα» θα αποπλύνη τας αμαρτίας των προγενεστέρων ελληνικών ταινιών, αι οποίαι εις ουδέν άλλο συνέβαλον παρά εις το να δυσφημήσουν την Ελλάδα» ευχόταν η Πρωία λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα. Ικανοποιήθηκε η ευχή της;

Για «βήμα προόδου εις την ιστορίαν της ελληνικής κινηματογραφίας» έκανε λόγο ο Δημήτρης Χρονόπουλος στον Τύπο επαινώντας το σενάριο «γύρω από την πραγματικήν ελληνικήν ζωήν, την ζωήν του κάμπου και της δουλειάς, την ζωήν του υπαίθρου που είνε γεμάτη ποίησιν». Ο Φιλιππίδης φάνηκε «απείρως ανώτερος» σε σχέση με τις προηγούμενες κινηματογραφικές του εμφανίσεις, η Σοφία Βέμπο «δραματική ηθοποιός με τάλαντον πραγματικόν και με αίσθημα», η Αντζή είχε «το μεγαλύτερον κινηματογραφικόν προσόν: φωτογένειαν» παρά τις όποιες στιγμές υπερβολής, «καλές» κρίθηκαν η Αλίκη Βέμπο και η Μαζλουμίδου, ενώ «μάλλον μέτριοι» οι υπόλοιποι ηθοποιοί.

Για την εφημερίδα Ακρόπολις, η «Προσφυγοπούλα» ήταν «το πρώτο ελληνικό φιλμ της προκοπής, που μας κάνει να αισιοδοξούμε για το μέλλον, έπειτα από τα αλλεπάλληλα πλήγματα που εδέχθηκεν η εγχωρία φιλμοπαραγωγή», ένα φιλμ «συμπαθητικό και άξιο προσοχής», αν και ο θεατής δεν θα έπρεπε να αξίωνε «ένα απολύτως άρτιο κινηματογραφικό έργο που θα μπορούσε να σταθή πλάι στα ξένα έργα της μεγάλης καλλιτεχνικής δημιουργίας». «Καλοβαλμένοι και με συγκρατημένο παίξιμο» οι ηθοποιοί, ενώ ειδικά ο Φι­λιππίδης και η Βέμπο «με πολλή τέχνη κατορθώνουν να μη είνε μονοκόμματοι ή απλώς... θεαματικοί». Έπαινοι αποδόθηκαν και στον Μπόγρη, που φιλοτέχνησε «ένα αξιόλογο και με ψυχικάς μεταπτώσεις σενάριο».


Αντίθετα, ο Γ. Ν. Μακρής περιέγραψε την «Προσφυγοπούλα» ως ένα «οικτρό κατασκεύασμα»: «από την αρχή ως το τέλος, από το σενάριο ως τη φωτογραφία, από την ηθοποιία ως το ντεκουπάζ, από τη σκηνοθεσία ως το διάλογο»,  χωρίς όμως να φτάνει την... «αηδία» του «Αρραβώνα μετ’ εμποδίων». Από το στόχαστρό του δεν ξέφυγε η Σοφία Βέμπο: «Αν γυρίστηκε η ταινία (;) αυτή για να δοθεί στη δ. Βέμπο η ευκαιρία να τραγουδήσει το ρεπερτόριό της, δεν ήταν προτιμότερο να γυριστεί ένα μουσικό «σορτ», που να παιζόταν πριν από ένα οποιοδήποτε φιλμ στα κινηματοθέατρα και να μην προλάβαινε καν να ενοχλήσει το κοινό; Ήταν ανάγκη να γυριστεί ολόκληρη ταινία;». Αναγνώριζε την εμπορική επιτυχία της ως κάτι «θλιβερό», γιατί θα ενθάρρυνε «και άλλους ανίδεους να αυτοσχεδιαστούν σκηνοθέτες και να γυρίσουν νέα τερατουργήματα. Η συνταγή είναι έτοιμη: ένα σενάριο με φτηνή αισθηματολογία, ένας γνωστός ηθοποιός, μια γνωστή ντιζέζ, κι ελληνική γλώσσα, που να την καταλαβαίνει ο κόσμος που πηγαίνει χρόνια στον κινηματογράφο και δεν καταλαβαίνει λέξη. Και μονάχα το γεγονός ότι τα λόγια θα είναι νοητά, είναι η μισή επιτυχία του φιλμ».

Εν τω μεταξύ, η «Προσφυγοπούλα» προβλήθηκε στις ΗΠΑ πριν την Ελλάδα. Παρότι δεν συνοδευόταν από αγγλικούς υπότιτλους, το The Film Daily την περιέγραψε ως μια ταινία «ξεπερασμένη» σε σύγκριση με τις αμερικανικές, κυρίως λόγω έλλειψης σύγχρονου τεχνικού εξοπλισμού, που όμως διέθετε «μια ενδιαφέρουσα ιστορία με διασκεδαστικά και ψυχαγωγικά στοιχεία». Συγκαταβατικό με τους ηθοποιούς, το περιοδικό εκτιμούσε ότι η Σοφία Βέμπο και ο Μάνος Φιλιππίδης υποδύονταν τους ρόλους τους «ικανά», ενώ «επαρκής» κρινόταν η παρουσία του υπόλοιπου καστ.

Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι η ταινία εκπροσώπησε την Ελλάδα στο δεύτερο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ, που πραγματοποιήθηκε από τον Ιούλιο έως το Σεπτέμβριο του 1939 στο «Fifth Avenue Playhouse». [Προγραμματισμένη ημερομηνία προβολής ήταν η 29η Αυγούστου 1939]

BOX-OFFICE

Σε πρώτη προβολή η «Προσφυγοπούλα» έκοψε 43.600 εισιτήρια, που αποτελούσε την όγδοη καλύτερη επίδοση της σαιζόν 1938-39. Πρώτος ήταν ο «Ρομπέν των Δασών», μια χολιγουντιανή παραγωγή που στην Ελλάδα προβλήθηκε ντουμπλαρισμένη στα γαλλικά. Ήταν η πρώτη ταινία που έσπασε το φράγμα των 100.000 εισιτηρίων στη χώρα μας, ένα ρεκόρ που γίνεται ακόμη εντυπωσιακότερο, αν αναλογιστούμε ότι προβαλλόταν μόνο σε μία αίθουσα της πρωτεύουσας («Ορφεύς», πρεμιέρα την ίδια μέρα με την «Προσφυγοπούλα»). Αυτό ήταν το κινηματογραφικό τοπ 10 της σαιζόν 1938-39:

The Robin Hood (ΗΠΑ)
102.500 εισ.
The Hindu Monument (Γερμανία)
99.000 ``
Η Χιονάτη και οι 7 νάνοι (ΗΠΑ)
61.500 ``
The Adventures of Marco Polo (ΗΠΑ)
59.000 ``
La Citadelle du Silence (Γαλλία)
46.000 ``
Carmen (Γερμανία)
45.500 ``
J’ accuse (Γαλλία)
44.500 ``
Προσφυγοπούλα (Ελλάδα)
43.600 ``
Firefly (ΗΠΑ)
--
Her Jungle Love (ΗΠΑ)
36.200 ``

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου